ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ:
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, ΧΑΛΑΡΩΣΗ, ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Οι ιδέες που παρουσιάστηκαν, ίσως να μας έχουν δείξει πόσο επιφανειακή είναι η "γνώση" που έχουμε για τον εαυτό μας και για τη ζωή μας. Εάν θέλουμε να ζήσουμε πραγματική τη ζωή μας, πιθανόν τώρα να αισθανόμαστε την ανάγκη να την καταλάβουμε βαθύτερα.
Αυτό μας θέτει εμπρός σε μια νέα απαίτηση, σε κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν το είχαμε δει με τον τρόπο αυτόν. Αναμφισβήτητα οι ακριβείς λόγοι του γιατί επιθυμούμε να αναλάβουμε αυτή τη μελέτη είναι διαφορετικοί για τον καθένα και ο συγκεκριμένος σκοπός που έχουμε εμπρός μας ίσως να μην είναι ο ίδιος για κάθε περίπτωση και να μπορεί να διατυπωθεί με διάφορους τρόπους. Παρόλα αυτά κάθε μία από αυτές τις απόψεις σχετίζεται με την ίδια εσωτερική απαίτηση - να δώσουμε στη ζωή μας κατεύθυνση και νόημα, τα οποία εν πάση ειλικρίνεια δεν έχουμε ακόμα βρει ή, όπως και να έχει, τα έχουμε βρει εν μέρει μόνο.
Όλα σχεδόν όσα μέχρι σήμερα έχουμε κάνει κατευθύνονται προς τα έξω - ο εξωτερικός κόσμος έχει απορροφήσει όλη σχεδόν τη ζωή μας. Ο χρόνος τον οποίο έχουμε όντως χρησιμοποιήσει για να στραφούμε προς τον εαυτό μας και προς την εσωτερική μας ζωή, είναι, συγκριτικά, ασήμαντος. Στην εκπαίδευση μας, την παιδεία μας και τις καθημερινές μας ασχολίες, τα πάντα σχεδόν έχουν στραφεί σε θέματα εξωτερικά, είμαστε προσανατολισμένοι προς τη γνώση η οποία έρχεται από έξω• έχουμε μάθει να βλέπουμε μόνο έξω από τον εαυτό μας και να ασχολούμαστε μόνο με τους άλλους, τα πράγματα και τις εξωτερικές περιστάσεις. Ακόμα και οι "προσευχές" μας συνήθως κατευθύνονται προς τα έξω, προς έναν εξωτερικό θεό. Έχουμε μάθει να στρεφόμαστε ελάχιστα προς τον εαυτό μας - αυτό συμβαίνει σπάνια και μόνο στιγμιαία. Όμως, εάν θέλουμε να επιτύχουμε τους δικούς μας στόχους στη ζωή και εάν επιθυμούμε η ζωή μας να έχει τις επιτυχίες και την ποιότητα που έχουν τη γεύση των αληθειών τις οποίες έχουμε αντιληφθεί, αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει όσο η εξωτερική ζωή μας μας παρασύρει συνεχώς. Χρειάζεται να αναπτύξουμε μέσα μας μια δυνατή, ξεκάθαρη, σταθερή παρουσία, που θα έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τους σκοπούς της, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν, και να αντισταθούμε στις δυνάμεις της ζωής οι οποίες μας παρασύρουν• και πρώτα απ' όλα χρειάζεται να είμαστε συνεχώς και ολοκληρωτικά ο εαυτός μας όταν αντιμετωπίζουμε τη ζωή ή συμμετέχουμε σ' αυτήν.
Οι περισσότεροι από μας έχουν κάνει κάποιες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά ήδη βλέπουμε ότι είναι σχεδόν πάντα διεσπαρμένες, ασυντόνιστες, ασύνδετες και πλήρως ανεπαρκείς. Στην καλύτερη περίπτωση έχει αναπτυχθεί κάποια αυτοκυριαρχία• και κάποια "θέληση", με τίμημα την εσωτερική διαίρεση και τον αγώνα, πράγμα που μας έχει οδηγήσει στο να παραδοθούμε στις αντίθετες δυνάμεις ή στο να αισθανόμαστε απέχθεια γι' αυτές. Επιπλέον η αυτοκυριαρχία αυτή είναι ευάλωτη και συνεχώς αμφισβητείται. Δεν μπορούμε να πούμε ότι μας έχει κάνει να είμαστε πλήρως ο εαυτός μας ή ότι έχουμε συνειδητοποιήσει τη σύνθεση και την αρμονία μέσα μας, ή ανάμεσα σ' εμάς και τη ζωή - δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πρώτο βήμα προς την αυτοσυνείδηση ή έστω προς τη συνείδηση της ξεκάθαρης και σταθερής παρουσίας την οποία καταλαβαίνουμε πως χρειαζόμαστε. Εάν επιθυμούμε να φτάσουμε σε κάτι με πραγματική αξία στην κατεύθυνση αυτή, αισθανόμαστε τώρα ότι είναι αναγκαίο να αρχίσουμε μία εργασία άλλου επιπέδου, μία εργασία δομημένη πολύ καλύτερα. Ένα είναι οπωσδήποτε αληθινό σήμερα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα στις συνθήκες της ζωής στην αναζήτηση μας για περισσότερη παρουσία χωρίς πρώτα να στραφούμε εσωτερικά προς τον εαυτό μας, χωρίς περισσότερη εμπειρία και κατανόηση του τι είμαστε, και χωρίς να αναπτύξουμε ιδιότητες τις οποίες δεν έχουμε ακόμα. Αυτό που μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας γίνεται αντιληπτό εσωτερικά και ο δρόμος του περνάει μέσα απ' τον εαυτό μας.
Όμως δεν έχουμε μάθει πώς να στρεφόμαστε προς τον εαυτό μας καθόλου δεν γνωρίζουμε τι θα μπορούσε να είναι μια εσωτερική εργασία. Προς την αφύπνιση και την ανάπτυξη του εαυτού. Όπως ακριβώς χρειάστηκε να μάθουμε να εκδηλωνόμαστε στην εξωτερική μας εργασία πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι θα χρειαστεί να μάθουμε τι είναι εσωτερική εργασία και τι είδους δράση ή δραστηριότητα απαιτεί.
Αντιμέτωποι με αυτήν την πρώτη ανάγκη να βαθύνουμε τη γνώση του εαυτού μας, βλέπουμε ξαφνικά τι τεράστιο έργο που είναι - τουλάχιστον όσο μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, από την εκπαίδευση την απαραίτητη για την εξωτερική ζωή. Είναι ένας δρόμος μακρύς, μερικές φορές βαρετός, και συχνά ακόμα και απογοητευτικός• και ευθύς, εξ αρχής εμφανίζονται δυσκολίες. Από που ν' αρχίσω; Βλέπουμε καθαρά ότι είναι αναγκαία μία πολύ πιο έντονη και πιο ακριβής εργασία από κάθε άλλη προσπάθεια του είδους αυτού που έχουμε ποτέ κάνει στο παρελθόν. Θα απαιτήσει μεθόδους τις οποίες καθόλου δεν γνωρίζουμε. Εάν θέλουμε να επιτύχουμε, είναι απαραίτητη μία πολύ πιο οργανωμένη εργασία.
Η κατάλληλη δομή δεν μπορεί να προκύψει από εμάς - δεν έχουμε αρκετή γνώση. Χρειάζεται ένας άνθρωπος που να γνωρίζει. Και δεν μπορούμε να επιτύχουμε μόνοι μας μία τέτοια εργασία: μόνοι μας δεν θα έχουμε το χρόνο, τις διάφορες ικανότητες, ούτε καν το απαιτούμενο κουράγιο. Η πρώτη απόλυτα ουσιαστική συνθήκη είναι να βρούμε μία ομάδα αναζητητών που να ενδιαφέρονται για την εργασία αυτή, στους οποίους έχει δοθεί η γνώση που είναι απαραίτητη. Το να βρει κανείς μια τέτοια ομάδα είναι, από μόνο του, ιδιαίτερα ασυνήθιστο και δύσκολο.
Ας υποθέσουμε ότι από κάποιο θαύμα πραγματοποιούνται οι συνθήκες αυτές και μπορούμε να εργαστούμε με μια ομάδα στις γραμμές αυτές. Ακόμα και τότε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να έχουμε το αναγκαίο ενδιαφέρον να συνεχίσουμε αυτή την εργασία εάν δεν έχουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί, και εάν δεν καταλαβαίνουμε το νόημα αυτών των πρώτων προσπαθειών.
Έχουμε δει ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε μέσα μας τρία διαφορετικά επίπεδα, τρεις πολύ διαφορετικούς τρόπους δραστηριότητας - ένα ενστικτώδες κινητικό επίπεδο, ένα συναισθηματικό επίπεδο και ένα διανοητικό επίπεδο• σε καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές έχουμε κάποια εμπειρία, και μπορούμε να αρχίσουμε τη μελέτη μας επιλέγοντας μία από αυτές.
Έτσι μπορούμε να αρχίσουμε στο συναισθηματικό επίπεδο, δηλαδή με όλα μας τα συναισθήματα και αισθήματα. Αλλά όσοι από εμάς έχουν προσπαθήσει (σύντομα και άλλοι μπορεί να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα) ανακαλύπτουν ότι τα συναισθήματα και τα αισθήματα μας είναι ίσως το μέρος που είμαστε περισσότερο ανήμποροι. Ξεσηκώνονται, εξαφανίζονται, μας τυφλώνουν ή μας παρασύρουν ενάντια στον εαυτό μας, και οπωσδήποτε δεν είναι ούτε σταθερή ούτε πρόσφορη βάση για την αρχή της μελέτης του εαυτού.
Τελευταίο είναι το οργανικό επίπεδο - το σώμα μας. Αυτό είναι στερεό και συγκεκριμένο, και φαίνεται να έχει σταθερή μορφή στην οποία, εν πάση περιπτώσει, μπορούμε να βασιστούμε μέχρι κάποιο βαθμό. Είναι το εργαλείο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε και το μέσο που έχουμε για δράση.
Μπορούμε να το ακινητοποιήσουμε οικειοθελώς κι έτσι μπορούμε να το παρακολουθήσουμε ευκολότερα από τα άλλα μέρη μας. Είναι σχετικά υπάκουο, και μπορούμε ως ένα βαθμό να το κατευθύνουμε (πάντως περισσότερο από τα άλλα μας μέρη). Επιπλέον είναι η μόνη στερεή υλική βάση μέσα μας, και ως γενικός κανόνας ισχύει ότι κάθε δραστηριότητα επάνω στη γη, ανθρώπινη ή άλλη, πρέπει πρώτα να εδραιωθεί σε στερεή και σταθερή βάση. Τελικά όλες οι ανταλλαγές της ζωής λαμβάνουν χώρα μέσα στο σώμα και μέσα απ' αυτό λαμβάνουμε όλες τις ενέργειες που χρειαζόμαστε. Για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως να είναι σώφρον να αρχίσουμε την εργασία μας με το σώμα. Εάν δεν αρχίσουμε έξυπνα, με κάποια τακτική, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η βλακεία θα μας οδηγήσει σε πικρές απογοητεύσεις.
Εάν επιθυμούμε να μελετήσουμε το σώμα μας, ή τουλάχιστον, κατ' αρχήν, την κινητική του λειτουργία, πρέπει κατ' αρχήν να σχετιστούμε μ' αυτήν. Αυτό που μας συνδέει με το σώμα είναι η αίσθηση που έχουμε γι' αυτό - η εσωτερική αντίληψη του φυσικού μου είναι, η φυσική αίσθηση του εαυτού μου. Αλλά η αίσθηση έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία διότι, εάν ο σκοπός μας είναι να αναπτύξουμε εν τέλει μία σταθερή παρουσία μέσα μας, η αίσθηση από το φυσικό μας σώμα είναι αναπόσπαστο μέρος της. Είναι το μέρος το πιο συγκεκριμένο και το πιο εύκολο να καθοδηγηθεί.
Πάντοτε έχουμε κάποια αίσθηση του σώματος μας• διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να διατηρήσουμε τις θέσεις του σώματος, οι κινήσεις μας θα γίνονταν τυχαία ή καθόλου. Αλλά δεν έχουμε συνείδηση της αίσθησης αυτής, δεν την αντιλαμβανόμαστε παρά μόνο σε ακραίες περιστάσεις όταν απαιτείται μια ασυνήθιστη προσπάθεια ή όταν κάτι ξαφνικά πάει άσχημα. Τον υπόλοιπο καιρό την ξεχνάμε. Για να γνωρίσουμε και να παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας και για να μελετήσουμε το σώμα μας, και αργότερα να βοηθήσουμε την εργασία μας, είναι ανάγκη να έχουμε την αίσθηση αυτή. Αυτό απαιτεί να υπάρξει μέσα μας μια νέα σχέση: εγώ έχω συνείδηση της αίσθησης μου. Πράγματι όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή νέα σύνθεση. Στην πραγματικότητα μία νέα κατάσταση δημιουργείται μέσα στην προσπάθεια αυτή και αναμφισβήτητα, αυτό είναι το πιο σημαντικό, αλλά δεν έχουμε ακόμα αρκετή εμπειρία για να μιλήσουμε γι' αυτό.
Αυτό το οποίο έχουμε άμεση ανάγκη είναι μια σταθερή αίσθηση• χρειάζεται δηλαδή να αναπτύξουμε μία συνείδηση του σώματος μας και της κατάστασης του που να έχει μεγαλύτερη σταθερότητα και διάρκεια. Η πρώτη σκέψη που έρχεται τότε στο μυαλό, βέβαια, είναι να προσπαθήσει κανείς να παρακολουθήσει την αντίληψη αυτή που έχει για το σώμα μέσα στις κινήσεις και τις δραστηριότητες της ζωής. Μπορούμε να προσπαθήσουμε• όμως σύντομα βλέπουμε αφενός ότι η αίσθηση μένει η ίδια, έτσι ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρήσει κανείς την επαφή μ' αυτήν και αφετέρου ότι οι δραστηριότητες μας αποσπούν και μας κάνουν να χάνουμε κάθε δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την κατάσταση μας.
Πράγματι, εάν επιθυμούμε να έχουμε την εμπειρία της αίσθησης του εαυτού μας και να αναπτύξουμε τη δυνατότητα να έχει η αντίληψη αυτή διάρκεια, πρέπει να εργαστούμε με πολύ λιγότερο δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας σε ιδιαίτερα ευνοϊκές περιστάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε κάτι που είναι δυνατό για μας• και στην αρχή, σε ένα πεδίο το οποίο ακόμα δεν γνωρίζουμε και τίποτε δεν έχει αναπτυχθεί όπως πρέπει, για μας τίποτε σχεδόν δεν είναι δυνατόν. Επιπλέον, αυτό θα συμβαίνει πάντα με την εργασία στον εαυτό μας. Η εργασία αυτή έχει νόημα μόνον εάν χρησιμεύει στο να μπούμε στη ζωή για να εκδηλώσουμε στο ακέραιο μέσα της αυτό που αναγνωρίζουμε ως είναι και να επιτύχουμε αυτό που εξαρτάται από μας. Πάντα θα υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στην εργασία πάνω στον εαυτό μας: αφενός η εσωτερική εργασία κάτω από συνθήκες ηρεμίας, κατάλληλες για την ανάπτυξη ορισμένων δυνατοτήτων• και αφετέρου η προσπάθεια να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας μέσα στη ζωή, σε έκταση ανάλογη με την ανάπτυξη που έχει πραγματοποιηθεί. Αλλά η ζωή είναι μια θύελλα μέσα στην οποία πρέπει κανείς να είναι εσωτερικά πολύ ισχυρή για να μην ανατρέπεται από τα στοιχεία που του εναντιώνονται. Και πριν δοκιμάσουμε τον εαυτό μας ή ριψοκινδυνεύσουμε, είναι αναγκαίο να έχουμε αναπτύξει υπομονετικά, κάτω από προστατευτικές και πρόσφορες συνθήκες, τις δυνάμεις και τις λειτουργίες που θα μας διασφαλίσουν από την αποτυχία.
Σχετικά με την αίσθηση του εαυτού μας, πριν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε το πώς αλλάζει καθώς κινούμαστε και ζούμε, είναι απαραίτητο να την γνωρίσουμε στη βασική της κατάσταση στην οποία μπορούμε αμέσως να επιστρέψουμε, στην ίδια πάντα, όταν αυτό χρειάζεται για την εσωτερική μας εργασία. Όπως ακριβώς για κάθε μέτρηση χρειαζόμαστε μια αφετηρία ή κάποιο πρότυπο, με τον ίδιο τρόπο χρειαζόμαστε ένα σημείο αναφοράς για να εκτιμήσουμε τον εαυτό μας, ένα μέτρο της κατάστασης η οποία είναι πάντα η ίδια. Και για την αίσθηση του εαυτού, μπορούμε να βρούμε τη βάση αυτή μόνο σε πλήρη χαλάρωση.
Πρέπει λοιπόν να θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είναι δυνατή η πλήρης χαλάρωση. Έχοντας κατανοήσει ότι αυτό είναι απαραίτητο, πρέπει να υποσχεθούμε στον εαυτό μας ότι θα το επιχειρούμε κάθε μέρα, όσο αυτό είναι δυνατόν, μία φορά τουλάχιστον, εάν όχι δύο, και ίσως και περισσότερο.
Θα θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες στις οποίες είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα διαταραχθούμε και δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε απαιτήσεις της εξωτερικής ζωής. Και, πρώτα απ' όλα, πρέπει να έχουμε μία στάση κατάλληλη για τέτοιου είδους εργασία. Μια τέτοια στάση πρέπει να είναι αφ' εαυτού της σταθερή, άνετη, χωρίς καμία ένταση. Για μας, η στάση που μάλλον είναι η καλύτερη είναι να καθίσουμε απλά σε μια ίδια καρέκλα, με την πλάτη να ακουμπά ή όχι, αλλά με τους γοφούς ισορροπημένους, το σώμα κατακόρυφο και το κεφάλι ίσιο, δηλαδή ούτε σκυμμένο (πράγμα που είναι δείγμα αδράνειας, ακόμα και ύπνου) ούτε γυρισμένο ψηλά (δείγμα ότι ξεφύγαμε στη σφαίρα των ιδεών ή ακόμα και στη φαντασία). Τα μάτια μπορεί να είναι ανοικτά ή κλειστά. Εάν είναι ανοικτά, ίσως να αναπτύσσονται συνειρμοί ιδεών μέσα μας με αφετηρία τα θεώμενα, πράγμα το οποίο αποσπά την προσοχή μας και μας αποτρέπει από την αναζήτηση μας - έτσι που στην περίπτωση αυτή είναι καλύτερο να κοιτά κανείς ένα σταθερό σημείο ένα ή δύο μέτρα εμπρός του. Εάν τα μάτια είναι κλειστά, το ότι δεν βλέπουμε τίποτε εξωτερικό μας παρέχει περισσότερη ησυχία αλλά ταυτόχρονα βοηθά την αδράνεια και την υπνηλία. Τα γόνατα πρέπει να σχηματίζουν ορθή γωνία και τα πόδια να είναι μαζί ή απομακρυσμένα λίγο, πατώντας στο πάτωμα. Τα μπράτσα και οι ώμοι πρέπει να κρέμονται ελεύθερα, με τις παλάμες να ακουμπούν στα γόνατα• στη θέση αυτή το κύκλωμα της ενέργειας που περνά από τα χέρια έχει αφεθεί ανοικτό. Μπορεί κανείς να βάλει τα χέρια του εμπρός του, με τις παλάμες προς τα επάνω, το δεξί χέρι μέσα στο αριστερό - τότε το κύκλωμα της ενέργειας είναι κλεισμένο στη φυσική του κατεύθυνση (τα χέρια αντίστροφα για τους αριστερόχειρες).
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διάφορα κυκλώματα ενέργειας μέσα στον οργανισμό μας. Ορισμένα από αυτά τα γνωρίζουμε καλά, όπως το κύκλωμα της κυκλοφορίας του αίματος ή των νεύρων. Άλλα, όπως το κύκλωμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, τα γνωρίζουμε πολύ λιγότερο, ή και σχεδόν καθόλου, πράγμα που συμβαίνει με το κύκλωμα των πιο λεπτών ενεργειών. Το πολύ πολύ ίσως να έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν. Ένας από τους λόγους για να παίρνουμε τη στάση την οποία είπαμε για να κάνουμε έντονη εσωτερική εργασία, είναι να επιτρέψουμε την ελεύθερη ροή όλων αυτών των κυκλωμάτων της ενέργειας μέσα μας. Άλλος ένας λόγος είναι ότι επιτρέπει την ολοκληρωτική ησυχία• δηλαδή, αφενός δεν δημιουργεί μηχανική δυσφορία σε κανένα μέρος του σώματος ή πίεση στα όργανα• και αφετέρου επιτρέπει να διαλυθούν όλες οι άχρηστες εντάσεις, αρχίζοντας από αυτές του φυσικού σώματος. Στον άνθρωπο τα πάντα είναι συνδεδεμένα. Οι μηχανικές πιέσεις και ιδιαίτερα οι μυϊκές εντάσεις εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ενεργειών μας, και αντιστοιχούν σε άλλες ενέργειες άλλων μερών του εαυτού μας όπου υπάρχουν ομοειδή στοιχεία τα οποία εμποδίζουν ή παρεκτρέπουν την εργασία στον εαυτό μας. Εάν για κάποιο λόγο (για παράδειγμα, λόγω παραμόρφωσης του σκελετού) οι στάσεις αυτές δεν μπορούν να χαλαρώσουν, πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε ώστε να κάνουμε κατά το δυνατόν, τις απαραίτητες προσαρμογές στα διάφορα επίπεδα μέσα μας.
Έτσι η πρόσφορη στάση για εντατική εργασία πάνω στον εαυτό πρέπει να είναι τέλεια ισορροπημένη και από φυσικού της σταθερή, η σπονδυλική στήλη και το κεφάλι κατακόρυφα πάνω σε απόλυτα σταθερούς γοφούς χωρίς καμία ένταση εκτός από την ελάχιστη ένταση στο σβέρκο που δεν αφήνει το κεφάλι να πέσει εμπρός. Αυτή είναι η ελάχιστη ένταση που είναι απαραίτητη για την εδραίωση της προσπάθειας για παρατήρηση.
Η στάση θεωρείται από την αρχαιότητα η καλύτερη, ιδιαίτερα στην Ανατολή όπου οι άνθρωποι εφαρμόζουν πολύ τις ασκήσεις αυτές, είναι η "στάση του λωτού". Η στάση αυτή, με τους γλουτούς λίγο ανασηκωμένους (σε ένα μαξιλάρι) σε ύψος προσαρμοσμένο για κάθε άτομο, προσφέρει την πιο σταθερή βάση απ' όλες, την εκτενέστερη επιφάνεια επαφής με το έδαφος και την πιο ισόρροπη ακινησία της σπονδυλικής στήλης. Αλλά για τους δυτικούς, λόγω της έλλειψης σχετικής εξάσκησης από την παιδική ηλικία και την κάπως διαφορετική διαμόρφωση του σκελετού τους, γενικά είναι αδύνατη. Παρόλα αυτά μπορεί κανείς να πάρει τη στάση του ημι-λωτού, ή απλά τη στάση οκλαδόν. Ακόμα και αυτές οι ενδιάμεσες στάσεις συχνά είναι δύσκολες στην αρχή και απαιτούν ορισμένη εξάσκηση. Δεν είναι απολύτως απαραίτητες, και στην αρχή η απλή καθιστική στάση που περιγράψαμε είναι απόλυτα ικανοποιητική για την εργασία στον εαυτό. Αλλά οι άλλες στάσεις είναι καλύτερες για εντατική εσωτερική εργασία. Επιτρέπουν τη μεγαλύτερη ελευθερία με την ελάχιστη ένταση, την ελάχιστη σπατάλη ενέργειας για τον οργανισμό στο σύνολο του. Επιπλέον καθένας μας έχει ειδικές διαφορές που απαιτούν να βρει τη στάση που είναι πιο ισόρροπη για τον ίδιον.
Μια στάση που μπορεί να φαίνεται πιο φυσική απ' όλες για να ηρεμήσει κανείς τις εντάσεις του είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Αλλά η στάση αυτή, εκτός από το ότι με το να εξαφανίσει όλη τη μυϊκή ένταση οδηγεί κατ' αρχήν σε εσωτερική παθητικότητα και μετά στον ύπνο, υποβοηθά την κυκλοφορία και την ανάπτυξη των δυνάμεων του ενστίκτου έτσι ώστε ανατρέπεται η γενική ισορροπία και γίνεται λιγότερο ευαίσθητη, πράγμα που δεν είναι επιθυμητό. Παρόλα αυτά, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ή σε ειδικές περιστάσεις, μπορεί να είναι η μόνη στάση που μας δίνει αρκετή ηρεμία. Υπό την προϋπόθεση ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε και πράγματι να διορθώσουμε αυτή την ανισορροπία, η στάση αυτή επίσης επιτρέπει την έντονη εργασία πάνω στον εαυτό.
Έτσι, έχοντας βάλει τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να διαταραχτούμε απ' έξω, θα επιλέξουμε την καθιστική στάση, η οποία στην αρχή είναι οπωσδήποτε αρκετή για την εργασία την οποία έχουμε σκοπό να κάνουμε και είναι η απλούστερη για μας. Κατ' αρχήν πρέπει να δημιουργήσουμε εκ νέου ήσυχες συνθήκες μέσα μας και βαθμιαία να ελευθερωθούμε απ' όλα τα εξωτερικά προβλήματα της καθημερινής ζωής, τις εντάσεις που δημιουργούν, την επίδραση και τις εσωτερικές επιπτώσεις που έχουν επάνω μας, και την αναστάτωση που προκαλούν. Αυτό απαιτεί λιγότερο ή περισσότερο χρόνο, που εξαρτάται από την κατάσταση του κάθε ατόμου, από το πόσο καλά γνωρίζει να εργάζεται κι από την πίεση που εξασκούν οι εξωτερικές περιστάσεις.
Κατόπιν υπάρχει ένα αρχικό βήμα, αναγκαίο για κάθε άσκηση της εργασίας που πρόκειται να γίνει: να υπενθυμίσουμε πάντα στον εαυτό μας γιατί αναλαμβάνουμε την προσπάθεια αυτή και να βρούμε πάλι μέσα μας αυτό που αισθάνεται την ανάγκη για την εργασία αυτή και την πορεία του ενδιαφέροντος με το οποίο σχετίζεται. Μία άσκηση του είδους αυτού δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν συνδέεται με την ανάγκη να γίνει κανείς περισσότερο ο εαυτός του.
Όταν αισθανθούμε αυτό, βλέπουμε ότι είμαστε πάντοτε διηρημένοι - ένα μέρος μας έχει την ανάγκη της προσπάθειας αυτής και δέχεται εκούσια να την κάνει• ένα άλλο μέρος, το οποίο μπορεί να είναι ισχυρότερο ή πιο αδύναμο (αυτό μπορεί ν' αλλάξει με τον καιρό ή τις περιστάσεις) δεν έχει καθόλου τέτοια ανάγκη και δεν θέλει με τίποτε ν' ασχοληθεί με αυτήν. Αυτό το άλλο μέρος δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον γι' αυτήν και θα προτιμούσε κάτι εντελώς διαφορετικό - όπως το να ακούσει μουσική, να πάει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, να μελετήσει, να χορέψει και λοιπά.
Πρέπει να πείσουμε αυτό το άλλο μέρος να μας βοηθήσει τη στιγμή εκείνη, ή τουλάχιστον να μην μας διακόπτει, έστω και εάν πρέπει αργότερα να του δώσουμε την ικανοποίηση που θέλει. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κάνουμε αυτή τη συμφωνία για να μειώσουμε τις αντιφάσεις μέσα μας στο ελάχιστο. Η εργασία του είδους αυτού απαιτεί μια αρμονική "ατμόσφαιρα". Είναι καλύτερα να μην πιέζει κανείς τίποτα. Ορισμένες φορές όμως, μπροστά στον κίνδυνο να μην κάνει κανείς καμία περαιτέρω προσπάθεια και να δει να ξεφτίζει μέρος του εαυτού του που έχει το μεγαλύτερο δικαίωμα συμμετοχής στη ζωή, πρέπει να εξαναγκάσουμε το άλλο μέρος, το οποίο ισοπεδώνει το πρώτο και αρνείται να του δώσει το χώρο που μας επιτρέπει να προσπαθήσουμε αυτό που επιθυμούμε. Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε αυτό όταν φαίνεται πως είναι ανάγκη, και να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας πειθαρχία χωρίς ανώφελη πάλη. Πρέπει να είμαστε έξυπνοι αλλά ταυτόχρονα σταθεροί, γνωρίζοντας ότι κάθε φορά που εξαναγκάζουμε τα πράγματα, δημιουργείται μία αντίσταση ίσης έντασης. Ακόμα και εάν η αντίσταση που δημιουργείται με τον περιορισμό δεν εμφανιστεί αμέσως, παραμένει στο παρασκήνιο, μεγαλώνει και αυξάνεται με τη συνεχή συσσώρευση μέχρις ότου εκραγεί με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Είναι απαραίτητο να το γνωρίζουμε, να το παρακολουθούμε στον εαυτό μας και να συμπεριφερθούμε ανάλογα. Εάν η αντίσταση αυτή προκληθεί ή εάν βρει συμμάχους μέσα μας, μπορεί να κάνει αδύνατη για καιρό την πραγματική εργασία. Πρέπει κανείς να ξέρει πώς να την αναγνωρίσει, διότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αναλάβει κανείς μια τέτοια άσκηση χωρίς πραγματικό κίνητρο, απλά και μόνο επειδή κάποιος το πρότεινε και απλώς επιδιώκουμε να τελειώνουμε μ' αυτήν. Οπωσδήποτε είναι πιο έξυπνο να περιμένουμε για κάποια καλύτερη στιγμή. Ταυτόχρονα το να αναβάλουμε γι αργότερα κάτι το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε αμέσως είναι μια μικρή παγίδα, μία μορφή υποχώρησης για να κάνουμε την εργασία πιο παραδεκτή σε κάποιον ο οποίος δεν την επιθυμεί. Αλλά το να περιμένουμε για ένα ορισμένο διάστημα μέχρι κάποια στιγμή ακριβώς καθορισμένη εκ των προτέρων, και τότε, τη στιγμή εκείνη, όποιες συνθήκες και εάν επικρατούν, να επαναλάβουμε αδυσώπητα την προσπάθεια, είναι ορισμένες φορές ένα δικαιολογημένο τέχνασμα το οποίο όμως μπορεί και να ενέχει κινδύνους. Μήπως το ίδιο δεν κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή για πολύ λιγότερο σοβαρούς στόχους;
Μόνον εφόσον είμαστε αποφασισμένοι να δημιουργήσουμε τις πρώτες αυτές συνθήκες, και μόνον εάν το πετύχουμε αυτό, μπορούμε να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι πρώτες προσπάθειες μας για εργασία επάνω στον εαυτό μας. Διότι οι προσπάθειες αυτές δεν κάνουν τίποτε μόνες τους. Είναι απλώς η προετοιμασία για μια μεγάλη σειρά προσπαθειών για εσωτερική εργασία δύσκολη, απαιτητική, μερικές φορές, γεμάτη παγίδες και αδιέξοδα όπου ο κίνδυνος να ξεστρατίσει κανείς είναι τόσο μεγάλος όσο και στην εξωτερική ζωή, και η ποσότητα της εργασίας, η οποία πρέπει να γίνει, είναι πολύ μεγαλύτερη και πολύ λεπτότερη από κάθε άλλο είδος εργασίας ή απασχόλησης. Στην αρχή η εργασία συνηθέστερα θα είναι θέμα ηρεμίας και αίσθησης, αργότερα θέμα μνήμης του εαυτού, ακολουθώντας ακριβείς μεθόδους και κάτω από την εποπτεία των αποτελεσμάτων της. Το να χάσουμε το δρόμο μας κατά την αρχή, μπορεί να αναχαιτίσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής ανάπτυξης, και από το σημείο αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις αφηρημένες ιδέες. Μόνον η άμεση σχέση μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ μεγαλύτερου και νεότερου, δασκάλου και μαθητή, θα βοηθήσει την ανάπτυξη μας από δω και πέρα. Για να προχωρήσω στο δρόμο που είναι δικός μου είναι απαραίτητη μία ολοζώντανη αντίληψη του εσωτερικού μου κόσμου και μία αποφασιστικότητα που δεν χάνει το κουράγιο της.
Μολαταύτα τα πάντα είναι σχετικά, δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες για εξέλιξη• αλλά όλοι μας έχουμε έναν δρόμο τον οποίο μπορούμε (και πρέπει) να ακολουθήσουμε και ο οποίος είναι για μας ουσιαστικός. Ο δρόμος αυτός περνά από ακριβείς φάσεις, όμως ταυτόχρονα η τάξη με την οποία περνά απ' αυτές και τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να τις ξεπεράσουμε ποικίλλουν στον κάθε δρόμο και στην κάθε σχολή. Ούτε και το τελικό επίπεδο πραγμάτωσης είναι το ίδιο στους διάφορους δρόμους. Αλλά παρά τις διαφορετικές απόψεις, αυτό που είναι εφικτό για τον άνθρωπο γενικά, και για τις μεθόδους της τελικής του εξέλιξης, υπακούει στους ίδιους νόμους και στους ίδιους κανόνες παντού.
Όλα αυτά συνδέονται με τις αιτίες γιατί οι ασκήσεις της εργασίας στον εαυτό που δίνονται στις σχολές δεν γράφονται ποτέ. Ή, εάν γραφτούν, μόνο οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν την εμπειρία των ασκήσεων και τις έχουν εφαρμόσει αρκετά κάτω από την καθοδήγηση των πιο ηλικιωμένων μπορούν να έχουν τα γραπτά αυτά ώστε να καταλαβαίνουν ποια είναι η σχέση τους μέσα στη γραμμή της συγκεκριμένης σχολής.
Βέβαια, δεν υπάρχει θέμα μυστικότητας. Υπάρχει μόνον το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τέτοιου είδους εμπειρίες χωρίς να τις έχει βιώσει. Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στο άτομο καθώς και σε ολόκληρη τη σχολή είναι να καταλάβουν κάτι λάθος, είτε πρόκειται για παράληψη είτε πρόκειται για παρεξήγηση και έτσι γίνεται το παν για να αποφευχθεί αυτό.
Η συνείδηση με καλεί να είμαι ο εαυτός μου.
Για να είμαι ο εαυτός μου πρέπει ν' αρχίσω να γνωρίζω τον εαυτό μου.
Για να γνωρίσω τον εαυτό μου πρέπει να εργαστώ στον εαυτό μου.
Η εργασία στον εαυτό είναι βασισμένη στην αίσθηση του εαυτού.