find us on facebook

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ:

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, ΧΑΛΑΡΩΣΗ, ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Οι ιδέες που παρουσιάστηκαν, ίσως να μας έχουν δείξει πόσο επιφανειακή είναι η "γνώση" που έχουμε για τον εαυτό μας και για τη ζωή μας. Εάν θέλουμε να ζήσουμε πραγματική τη ζωή μας, πιθανόν τώρα να αισθανόμαστε την ανάγκη να την καταλάβουμε βαθύτερα.

Αυτό μας θέτει εμπρός σε μια νέα απαίτηση, σε κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν το είχαμε δει με τον τρόπο αυτόν. Αναμφισβήτητα οι ακριβείς λόγοι του γιατί επιθυμούμε να αναλάβουμε αυτή τη μελέτη είναι διαφορετικοί για τον καθένα και ο συγκεκριμένος σκοπός που έχουμε εμπρός μας ίσως να μην είναι ο ίδιος για κάθε περίπτωση και να μπορεί να διατυπωθεί με διάφορους τρόπους. Παρόλα αυτά κάθε μία από αυτές τις απόψεις σχετίζεται με την ίδια εσωτερική απαίτηση - να δώσουμε στη ζωή μας κατεύθυνση και νόημα, τα οποία εν πάση ειλικρίνεια δεν έχουμε ακόμα βρει ή, όπως και να έχει, τα έχουμε βρει εν μέρει μόνο.

Όλα σχεδόν όσα μέχρι σήμερα έχουμε κάνει κατευθύνονται προς τα έξω - ο εξωτερικός κόσμος έχει απορροφήσει όλη σχεδόν τη ζωή μας. Ο χρόνος τον οποίο έχουμε όντως χρησιμοποιήσει για να στραφούμε προς τον εαυτό μας και προς την εσωτερική μας ζωή, είναι, συγκριτικά, ασήμαντος. Στην εκπαίδευση μας, την παιδεία μας και τις καθημερινές μας ασχολίες, τα πάντα σχεδόν έχουν στραφεί σε θέματα εξωτερικά, είμαστε προσανατολισμένοι προς τη γνώση η οποία έρχεται από έξω• έχουμε μάθει να βλέπουμε μόνο έξω από τον εαυτό μας και να ασχολούμαστε μόνο με τους άλλους, τα πράγματα και τις εξωτερικές περιστάσεις. Ακόμα και οι "προσευχές" μας συνήθως κατευθύνονται προς τα έξω, προς έναν εξωτερικό θεό. Έχουμε μάθει να στρεφόμαστε ελάχιστα προς τον εαυτό μας - αυτό συμβαίνει σπάνια και μόνο στιγμιαία. Όμως, εάν θέλουμε να επιτύχουμε τους δικούς μας στόχους στη ζωή και εάν επιθυμούμε η ζωή μας να έχει τις επιτυχίες και την ποιότητα που έχουν τη γεύση των αληθειών τις οποίες έχουμε αντιληφθεί, αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει όσο η εξωτερική ζωή μας μας παρασύρει συνεχώς. Χρειάζεται να αναπτύξουμε μέσα μας μια δυνατή, ξεκάθαρη, σταθερή παρουσία, που θα έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τους σκοπούς της, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν, και να αντισταθούμε στις δυνάμεις της ζωής οι οποίες μας παρασύρουν• και πρώτα απ' όλα χρειάζεται να είμαστε συνεχώς και ολοκληρωτικά ο εαυτός μας όταν αντιμετωπίζουμε τη ζωή ή συμμετέχουμε σ' αυτήν.

Οι περισσότεροι από μας έχουν κάνει κάποιες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά ήδη βλέπουμε ότι είναι σχεδόν πάντα διεσπαρμένες, ασυντόνιστες, ασύνδετες και πλήρως ανεπαρκείς. Στην καλύτερη περίπτωση έχει αναπτυχθεί κάποια αυτοκυριαρχία• και κάποια "θέληση", με τίμημα την εσωτερική διαίρεση και τον αγώνα, πράγμα που μας έχει οδηγήσει στο να παραδοθούμε στις αντίθετες δυνάμεις ή στο να αισθανόμαστε απέχθεια γι' αυτές. Επιπλέον η αυτοκυριαρχία αυτή είναι ευάλωτη και συνεχώς αμφισβητείται. Δεν μπορούμε να πούμε ότι μας έχει κάνει να είμαστε πλήρως ο εαυτός μας ή ότι έχουμε συνειδητοποιήσει τη σύνθεση και την αρμονία μέσα μας, ή ανάμεσα σ' εμάς και τη ζωή - δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πρώτο βήμα προς την αυτοσυνείδηση ή έστω προς τη συνείδηση της ξεκάθαρης και σταθερής παρουσίας την οποία καταλαβαίνουμε πως χρειαζόμαστε. Εάν επιθυμούμε να φτάσουμε σε κάτι με πραγματική αξία στην κατεύθυνση αυτή, αισθανόμαστε τώρα ότι είναι αναγκαίο να αρχίσουμε μία εργασία άλλου επιπέδου, μία εργασία δομημένη πολύ καλύτερα. Ένα είναι οπωσδήποτε αληθινό σήμερα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα στις συνθήκες της ζωής στην αναζήτηση μας για περισσότερη παρουσία χωρίς πρώτα να στραφούμε εσωτερικά προς τον εαυτό μας, χωρίς περισσότερη εμπειρία και κατανόηση του τι είμαστε, και χωρίς να αναπτύξουμε ιδιότητες τις οποίες δεν έχουμε ακόμα. Αυτό που μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας γίνεται αντιληπτό εσωτερικά και ο δρόμος του περνάει μέσα απ' τον εαυτό μας.

Όμως δεν έχουμε μάθει πώς να στρεφόμαστε προς τον εαυτό μας καθόλου δεν γνωρίζουμε τι θα μπορούσε να είναι μια εσωτερική εργασία. Προς την αφύπνιση και την ανάπτυξη του εαυτού. Όπως ακριβώς χρειάστηκε να μάθουμε να εκδηλωνόμαστε στην εξωτερική μας εργασία πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι θα χρειαστεί να μάθουμε τι είναι εσωτερική εργασία και τι είδους δράση ή δραστηριότητα απαιτεί.

Αντιμέτωποι με αυτήν την πρώτη ανάγκη να βαθύνουμε τη γνώση του εαυτού μας, βλέπουμε ξαφνικά τι τεράστιο έργο που είναι - τουλάχιστον όσο μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, από την εκπαίδευση την απαραίτητη για την εξωτερική ζωή. Είναι ένας δρόμος μακρύς, μερικές φορές βαρετός, και συχνά ακόμα και απογοητευτικός• και ευθύς, εξ αρχής εμφανίζονται δυσκολίες. Από που ν' αρχίσω; Βλέπουμε καθαρά ότι είναι αναγκαία μία πολύ πιο έντονη και πιο ακριβής εργασία από κάθε άλλη προσπάθεια του είδους αυτού που έχουμε ποτέ κάνει στο παρελθόν. Θα απαιτήσει μεθόδους τις οποίες καθόλου δεν γνωρίζουμε. Εάν θέλουμε να επιτύχουμε, είναι απαραίτητη μία πολύ πιο οργανωμένη εργασία.

Η κατάλληλη δομή δεν μπορεί να προκύψει από εμάς - δεν έχουμε αρκετή γνώση. Χρειάζεται ένας άνθρωπος που να γνωρίζει. Και δεν μπορούμε να επιτύχουμε μόνοι μας μία τέτοια εργασία: μόνοι μας δεν θα έχουμε το χρόνο, τις διάφορες ικανότητες, ούτε καν το απαιτούμενο κουράγιο. Η πρώτη απόλυτα ουσιαστική συνθήκη είναι να βρούμε μία ομάδα αναζητητών που να ενδιαφέρονται για την εργασία αυτή, στους οποίους έχει δοθεί η γνώση που είναι απαραίτητη. Το να βρει κανείς μια τέτοια ομάδα είναι, από μόνο του, ιδιαίτερα ασυνήθιστο και δύσκολο.

Ας υποθέσουμε ότι από κάποιο θαύμα πραγματοποιούνται οι συνθήκες αυτές και μπορούμε να εργαστούμε με μια ομάδα στις γραμμές αυτές. Ακόμα και τότε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να έχουμε το αναγκαίο ενδιαφέρον να συνεχίσουμε αυτή την εργασία εάν δεν έχουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί, και εάν δεν καταλαβαίνουμε το νόημα αυτών των πρώτων προσπαθειών.

Έχουμε δει ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε μέσα μας τρία διαφορετικά επίπεδα, τρεις πολύ διαφορετικούς τρόπους δραστηριότητας - ένα ενστικτώδες κινητικό επίπεδο, ένα συναισθηματικό επίπεδο και ένα διανοητικό επίπεδο• σε καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές έχουμε κάποια εμπειρία, και μπορούμε να αρχίσουμε τη μελέτη μας επιλέγοντας μία από αυτές.

Έτσι μπορούμε να αρχίσουμε στο συναισθηματικό επίπεδο, δηλαδή με όλα μας τα συναισθήματα και αισθήματα. Αλλά όσοι από εμάς έχουν προσπαθήσει (σύντομα και άλλοι μπορεί να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα) ανακαλύπτουν ότι τα συναισθήματα και τα αισθήματα μας είναι ίσως το μέρος που είμαστε περισσότερο ανήμποροι. Ξεσηκώνονται, εξαφανίζονται, μας τυφλώνουν ή μας παρασύρουν ενάντια στον εαυτό μας, και οπωσδήποτε δεν είναι ούτε σταθερή ούτε πρόσφορη βάση για την αρχή της μελέτης του εαυτού.

Τελευταίο είναι το οργανικό επίπεδο - το σώμα μας. Αυτό είναι στερεό και συγκεκριμένο, και φαίνεται να έχει σταθερή μορφή στην οποία, εν πάση περιπτώσει, μπορούμε να βασιστούμε μέχρι κάποιο βαθμό. Είναι το εργαλείο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε και το μέσο που έχουμε για δράση.

Μπορούμε να το ακινητοποιήσουμε οικειοθελώς κι έτσι μπορούμε να το παρακολουθήσουμε ευκολότερα από τα άλλα μέρη μας. Είναι σχετικά υπάκουο, και μπορούμε ως ένα βαθμό να το κατευθύνουμε (πάντως περισσότερο από τα άλλα μας μέρη). Επιπλέον είναι η μόνη στερεή υλική βάση μέσα μας, και ως γενικός κανόνας ισχύει ότι κάθε δραστηριότητα επάνω στη γη, ανθρώπινη ή άλλη, πρέπει πρώτα να εδραιωθεί σε στερεή και σταθερή βάση. Τελικά όλες οι ανταλλαγές της ζωής λαμβάνουν χώρα μέσα στο σώμα και μέσα απ' αυτό λαμβάνουμε όλες τις ενέργειες που χρειαζόμαστε. Για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως να είναι σώφρον να αρχίσουμε την εργασία μας με το σώμα. Εάν δεν αρχίσουμε έξυπνα, με κάποια τακτική, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η βλακεία θα μας οδηγήσει σε πικρές απογοητεύσεις.

Εάν επιθυμούμε να μελετήσουμε το σώμα μας, ή τουλάχιστον, κατ' αρχήν, την κινητική του λειτουργία, πρέπει κατ' αρχήν να σχετιστούμε μ' αυτήν. Αυτό που μας συνδέει με το σώμα είναι η αίσθηση που έχουμε γι' αυτό - η εσωτερική αντίληψη του φυσικού μου είναι, η φυσική αίσθηση του εαυτού μου. Αλλά η αίσθηση έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία διότι, εάν ο σκοπός μας είναι να αναπτύξουμε εν τέλει μία σταθερή παρουσία μέσα μας, η αίσθηση από το φυσικό μας σώμα είναι αναπόσπαστο μέρος της. Είναι το μέρος το πιο συγκεκριμένο και το πιο εύκολο να καθοδηγηθεί.

Πάντοτε έχουμε κάποια αίσθηση του σώματος μας• διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να διατηρήσουμε τις θέσεις του σώματος, οι κινήσεις μας θα γίνονταν τυχαία ή καθόλου. Αλλά δεν έχουμε συνείδηση της αίσθησης αυτής, δεν την αντιλαμβανόμαστε παρά μόνο σε ακραίες περιστάσεις όταν απαιτείται μια ασυνήθιστη προσπάθεια ή όταν κάτι ξαφνικά πάει άσχημα. Τον υπόλοιπο καιρό την ξεχνάμε. Για να γνωρίσουμε και να παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας και για να μελετήσουμε το σώμα μας, και αργότερα να βοηθήσουμε την εργασία μας, είναι ανάγκη να έχουμε την αίσθηση αυτή. Αυτό απαιτεί να υπάρξει μέσα μας μια νέα σχέση: εγώ έχω συνείδηση της αίσθησης μου. Πράγματι όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή νέα σύνθεση. Στην πραγματικότητα μία νέα κατάσταση δημιουργείται μέσα στην προσπάθεια αυτή και αναμφισβήτητα, αυτό είναι το πιο σημαντικό, αλλά δεν έχουμε ακόμα αρκετή εμπειρία για να μιλήσουμε γι' αυτό.

Αυτό το οποίο έχουμε άμεση ανάγκη είναι μια σταθερή αίσθηση• χρειάζεται δηλαδή να αναπτύξουμε μία συνείδηση του σώματος μας και της κατάστασης του που να έχει μεγαλύτερη σταθερότητα και διάρκεια. Η πρώτη σκέψη που έρχεται τότε στο μυαλό, βέβαια, είναι να προσπαθήσει κανείς να παρακολουθήσει την αντίληψη αυτή που έχει για το σώμα μέσα στις κινήσεις και τις δραστηριότητες της ζωής. Μπορούμε να προσπαθήσουμε• όμως σύντομα βλέπουμε αφενός ότι η αίσθηση μένει η ίδια, έτσι ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρήσει κανείς την επαφή μ' αυτήν και αφετέρου ότι οι δραστηριότητες μας αποσπούν και μας κάνουν να χάνουμε κάθε δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την κατάσταση μας.

Πράγματι, εάν επιθυμούμε να έχουμε την εμπειρία της αίσθησης του εαυτού μας και να αναπτύξουμε τη δυνατότητα να έχει η αντίληψη αυτή διάρκεια, πρέπει να εργαστούμε με πολύ λιγότερο δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας σε ιδιαίτερα ευνοϊκές περιστάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε κάτι που είναι δυνατό για μας• και στην αρχή, σε ένα πεδίο το οποίο ακόμα δεν γνωρίζουμε και τίποτε δεν έχει αναπτυχθεί όπως πρέπει, για μας τίποτε σχεδόν δεν είναι δυνατόν. Επιπλέον, αυτό θα συμβαίνει πάντα με την εργασία στον εαυτό μας. Η εργασία αυτή έχει νόημα μόνον εάν χρησιμεύει στο να μπούμε στη ζωή για να εκδηλώσουμε στο ακέραιο μέσα της αυτό που αναγνωρίζουμε ως είναι και να επιτύχουμε αυτό που εξαρτάται από μας. Πάντα θα υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στην εργασία πάνω στον εαυτό μας: αφενός η εσωτερική εργασία κάτω από συνθήκες ηρεμίας, κατάλληλες για την ανάπτυξη ορισμένων δυνατοτήτων• και αφετέρου η προσπάθεια να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας μέσα στη ζωή, σε έκταση ανάλογη με την ανάπτυξη που έχει πραγματοποιηθεί. Αλλά η ζωή είναι μια θύελλα μέσα στην οποία πρέπει κανείς να είναι εσωτερικά πολύ ισχυρή για να μην ανατρέπεται από τα στοιχεία που του εναντιώνονται. Και πριν δοκιμάσουμε τον εαυτό μας ή ριψοκινδυνεύσουμε, είναι αναγκαίο να έχουμε αναπτύξει υπομονετικά, κάτω από προστατευτικές και πρόσφορες συνθήκες, τις δυνάμεις και τις λειτουργίες που θα μας διασφαλίσουν από την αποτυχία.

Σχετικά με την αίσθηση του εαυτού μας, πριν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε το πώς αλλάζει καθώς κινούμαστε και ζούμε, είναι απαραίτητο να την γνωρίσουμε στη βασική της κατάσταση στην οποία μπορούμε αμέσως να επιστρέψουμε, στην ίδια πάντα, όταν αυτό χρειάζεται για την εσωτερική μας εργασία. Όπως ακριβώς για κάθε μέτρηση χρειαζόμαστε μια αφετηρία ή κάποιο πρότυπο, με τον ίδιο τρόπο χρειαζόμαστε ένα σημείο αναφοράς για να εκτιμήσουμε τον εαυτό μας, ένα μέτρο της κατάστασης η οποία είναι πάντα η ίδια. Και για την αίσθηση του εαυτού, μπορούμε να βρούμε τη βάση αυτή μόνο σε πλήρη χαλάρωση.

Πρέπει λοιπόν να θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είναι δυνατή η πλήρης χαλάρωση. Έχοντας κατανοήσει ότι αυτό είναι απαραίτητο, πρέπει να υποσχεθούμε στον εαυτό μας ότι θα το επιχειρούμε κάθε μέρα, όσο αυτό είναι δυνατόν, μία φορά τουλάχιστον, εάν όχι δύο, και ίσως και περισσότερο.

Θα θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες στις οποίες είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα διαταραχθούμε και δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε απαιτήσεις της εξωτερικής ζωής. Και, πρώτα απ' όλα, πρέπει να έχουμε μία στάση κατάλληλη για τέτοιου είδους εργασία. Μια τέτοια στάση πρέπει να είναι αφ' εαυτού της σταθερή, άνετη, χωρίς καμία ένταση. Για μας, η στάση που μάλλον είναι η καλύτερη είναι να καθίσουμε απλά σε μια ίδια καρέκλα, με την πλάτη να ακουμπά ή όχι, αλλά με τους γοφούς ισορροπημένους, το σώμα κατακόρυφο και το κεφάλι ίσιο, δηλαδή ούτε σκυμμένο (πράγμα που είναι δείγμα αδράνειας, ακόμα και ύπνου) ούτε γυρισμένο ψηλά (δείγμα ότι ξεφύγαμε στη σφαίρα των ιδεών ή ακόμα και στη φαντασία). Τα μάτια μπορεί να είναι ανοικτά ή κλειστά. Εάν είναι ανοικτά, ίσως να αναπτύσσονται συνειρμοί ιδεών μέσα μας με αφετηρία τα θεώμενα, πράγμα το οποίο αποσπά την προσοχή μας και μας αποτρέπει από την αναζήτηση μας - έτσι που στην περίπτωση αυτή είναι καλύτερο να κοιτά κανείς ένα σταθερό σημείο ένα ή δύο μέτρα εμπρός του. Εάν τα μάτια είναι κλειστά, το ότι δεν βλέπουμε τίποτε εξωτερικό μας παρέχει περισσότερη ησυχία αλλά ταυτόχρονα βοηθά την αδράνεια και την υπνηλία. Τα γόνατα πρέπει να σχηματίζουν ορθή γωνία και τα πόδια να είναι μαζί ή απομακρυσμένα λίγο, πατώντας στο πάτωμα. Τα μπράτσα και οι ώμοι πρέπει να κρέμονται ελεύθερα, με τις παλάμες να ακουμπούν στα γόνατα• στη θέση αυτή το κύκλωμα της ενέργειας που περνά από τα χέρια έχει αφεθεί ανοικτό. Μπορεί κανείς να βάλει τα χέρια του εμπρός του, με τις παλάμες προς τα επάνω, το δεξί χέρι μέσα στο αριστερό - τότε το κύκλωμα της ενέργειας είναι κλεισμένο στη φυσική του κατεύθυνση (τα χέρια αντίστροφα για τους αριστερόχειρες).

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διάφορα κυκλώματα ενέργειας μέσα στον οργανισμό μας. Ορισμένα από αυτά τα γνωρίζουμε καλά, όπως το κύκλωμα της κυκλοφορίας του αίματος ή των νεύρων. Άλλα, όπως το κύκλωμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, τα γνωρίζουμε πολύ λιγότερο, ή και σχεδόν καθόλου, πράγμα που συμβαίνει με το κύκλωμα των πιο λεπτών ενεργειών. Το πολύ πολύ ίσως να έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν. Ένας από τους λόγους για να παίρνουμε τη στάση την οποία είπαμε για να κάνουμε έντονη εσωτερική εργασία, είναι να επιτρέψουμε την ελεύθερη ροή όλων αυτών των κυκλωμάτων της ενέργειας μέσα μας. Άλλος ένας λόγος είναι ότι επιτρέπει την ολοκληρωτική ησυχία• δηλαδή, αφενός δεν δημιουργεί μηχανική δυσφορία σε κανένα μέρος του σώματος ή πίεση στα όργανα• και αφετέρου επιτρέπει να διαλυθούν όλες οι άχρηστες εντάσεις, αρχίζοντας από αυτές του φυσικού σώματος. Στον άνθρωπο τα πάντα είναι συνδεδεμένα. Οι μηχανικές πιέσεις και ιδιαίτερα οι μυϊκές εντάσεις εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ενεργειών μας, και αντιστοιχούν σε άλλες ενέργειες άλλων μερών του εαυτού μας όπου υπάρχουν ομοειδή στοιχεία τα οποία εμποδίζουν ή παρεκτρέπουν την εργασία στον εαυτό μας. Εάν για κάποιο λόγο (για παράδειγμα, λόγω παραμόρφωσης του σκελετού) οι στάσεις αυτές δεν μπορούν να χαλαρώσουν, πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε ώστε να κάνουμε κατά το δυνατόν, τις απαραίτητες προσαρμογές στα διάφορα επίπεδα μέσα μας.

Έτσι η πρόσφορη στάση για εντατική εργασία πάνω στον εαυτό πρέπει να είναι τέλεια ισορροπημένη και από φυσικού της σταθερή, η σπονδυλική στήλη και το κεφάλι κατακόρυφα πάνω σε απόλυτα σταθερούς γοφούς χωρίς καμία ένταση εκτός από την ελάχιστη ένταση στο σβέρκο που δεν αφήνει το κεφάλι να πέσει εμπρός. Αυτή είναι η ελάχιστη ένταση που είναι απαραίτητη για την εδραίωση της προσπάθειας για παρατήρηση.

Η στάση θεωρείται από την αρχαιότητα η καλύτερη, ιδιαίτερα στην Ανατολή όπου οι άνθρωποι εφαρμόζουν πολύ τις ασκήσεις αυτές, είναι η "στάση του λωτού". Η στάση αυτή, με τους γλουτούς λίγο ανασηκωμένους (σε ένα μαξιλάρι) σε ύψος προσαρμοσμένο για κάθε άτομο, προσφέρει την πιο σταθερή βάση απ' όλες, την εκτενέστερη επιφάνεια επαφής με το έδαφος και την πιο ισόρροπη ακινησία της σπονδυλικής στήλης. Αλλά για τους δυτικούς, λόγω της έλλειψης σχετικής εξάσκησης από την παιδική ηλικία και την κάπως διαφορετική διαμόρφωση του σκελετού τους, γενικά είναι αδύνατη. Παρόλα αυτά μπορεί κανείς να πάρει τη στάση του ημι-λωτού, ή απλά τη στάση οκλαδόν. Ακόμα και αυτές οι ενδιάμεσες στάσεις συχνά είναι δύσκολες στην αρχή και απαιτούν ορισμένη εξάσκηση. Δεν είναι απολύτως απαραίτητες, και στην αρχή η απλή καθιστική στάση που περιγράψαμε είναι απόλυτα ικανοποιητική για την εργασία στον εαυτό. Αλλά οι άλλες στάσεις είναι καλύτερες για εντατική εσωτερική εργασία. Επιτρέπουν τη μεγαλύτερη ελευθερία με την ελάχιστη ένταση, την ελάχιστη σπατάλη ενέργειας για τον οργανισμό στο σύνολο του. Επιπλέον καθένας μας έχει ειδικές διαφορές που απαιτούν να βρει τη στάση που είναι πιο ισόρροπη για τον ίδιον.

Μια στάση που μπορεί να φαίνεται πιο φυσική απ' όλες για να ηρεμήσει κανείς τις εντάσεις του είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Αλλά η στάση αυτή, εκτός από το ότι με το να εξαφανίσει όλη τη μυϊκή ένταση οδηγεί κατ' αρχήν σε εσωτερική παθητικότητα και μετά στον ύπνο, υποβοηθά την κυκλοφορία και την ανάπτυξη των δυνάμεων του ενστίκτου έτσι ώστε ανατρέπεται η γενική ισορροπία και γίνεται λιγότερο ευαίσθητη, πράγμα που δεν είναι επιθυμητό. Παρόλα αυτά, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ή σε ειδικές περιστάσεις, μπορεί να είναι η μόνη στάση που μας δίνει αρκετή ηρεμία. Υπό την προϋπόθεση ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε και πράγματι να διορθώσουμε αυτή την ανισορροπία, η στάση αυτή επίσης επιτρέπει την έντονη εργασία πάνω στον εαυτό.

Έτσι, έχοντας βάλει τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να διαταραχτούμε απ' έξω, θα επιλέξουμε την καθιστική στάση, η οποία στην αρχή είναι οπωσδήποτε αρκετή για την εργασία την οποία έχουμε σκοπό να κάνουμε και είναι η απλούστερη για μας. Κατ' αρχήν πρέπει να δημιουργήσουμε εκ νέου ήσυχες συνθήκες μέσα μας και βαθμιαία να ελευθερωθούμε απ' όλα τα εξωτερικά προβλήματα της καθημερινής ζωής, τις εντάσεις που δημιουργούν, την επίδραση και τις εσωτερικές επιπτώσεις που έχουν επάνω μας, και την αναστάτωση που προκαλούν. Αυτό απαιτεί λιγότερο ή περισσότερο χρόνο, που εξαρτάται από την κατάσταση του κάθε ατόμου, από το πόσο καλά γνωρίζει να εργάζεται κι από την πίεση που εξασκούν οι εξωτερικές περιστάσεις.

Κατόπιν υπάρχει ένα αρχικό βήμα, αναγκαίο για κάθε άσκηση της εργασίας που πρόκειται να γίνει: να υπενθυμίσουμε πάντα στον εαυτό μας γιατί αναλαμβάνουμε την προσπάθεια αυτή και να βρούμε πάλι μέσα μας αυτό που αισθάνεται την ανάγκη για την εργασία αυτή και την πορεία του ενδιαφέροντος με το οποίο σχετίζεται. Μία άσκηση του είδους αυτού δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν συνδέεται με την ανάγκη να γίνει κανείς περισσότερο ο εαυτός του.

Όταν αισθανθούμε αυτό, βλέπουμε ότι είμαστε πάντοτε διηρημένοι - ένα μέρος μας έχει την ανάγκη της προσπάθειας αυτής και δέχεται εκούσια να την κάνει• ένα άλλο μέρος, το οποίο μπορεί να είναι ισχυρότερο ή πιο αδύναμο (αυτό μπορεί ν' αλλάξει με τον καιρό ή τις περιστάσεις) δεν έχει καθόλου τέτοια ανάγκη και δεν θέλει με τίποτε ν' ασχοληθεί με αυτήν. Αυτό το άλλο μέρος δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον γι' αυτήν και θα προτιμούσε κάτι εντελώς διαφορετικό - όπως το να ακούσει μουσική, να πάει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, να μελετήσει, να χορέψει και λοιπά.

Πρέπει να πείσουμε αυτό το άλλο μέρος να μας βοηθήσει τη στιγμή εκείνη, ή τουλάχιστον να μην μας διακόπτει, έστω και εάν πρέπει αργότερα να του δώσουμε την ικανοποίηση που θέλει. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κάνουμε αυτή τη συμφωνία για να μειώσουμε τις αντιφάσεις μέσα μας στο ελάχιστο. Η εργασία του είδους αυτού απαιτεί μια αρμονική "ατμόσφαιρα". Είναι καλύτερα να μην πιέζει κανείς τίποτα. Ορισμένες φορές όμως, μπροστά στον κίνδυνο να μην κάνει κανείς καμία περαιτέρω προσπάθεια και να δει να ξεφτίζει μέρος του εαυτού του που έχει το μεγαλύτερο δικαίωμα συμμετοχής στη ζωή, πρέπει να εξαναγκάσουμε το άλλο μέρος, το οποίο ισοπεδώνει το πρώτο και αρνείται να του δώσει το χώρο που μας επιτρέπει να προσπαθήσουμε αυτό που επιθυμούμε. Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε αυτό όταν φαίνεται πως είναι ανάγκη, και να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας πειθαρχία χωρίς ανώφελη πάλη. Πρέπει να είμαστε έξυπνοι αλλά ταυτόχρονα σταθεροί, γνωρίζοντας ότι κάθε φορά που εξαναγκάζουμε τα πράγματα, δημιουργείται μία αντίσταση ίσης έντασης. Ακόμα και εάν η αντίσταση που δημιουργείται με τον περιορισμό δεν εμφανιστεί αμέσως, παραμένει στο παρασκήνιο, μεγαλώνει και αυξάνεται με τη συνεχή συσσώρευση μέχρις ότου εκραγεί με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Είναι απαραίτητο να το γνωρίζουμε, να το παρακολουθούμε στον εαυτό μας και να συμπεριφερθούμε ανάλογα. Εάν η αντίσταση αυτή προκληθεί ή εάν βρει συμμάχους μέσα μας, μπορεί να κάνει αδύνατη για καιρό την πραγματική εργασία. Πρέπει κανείς να ξέρει πώς να την αναγνωρίσει, διότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αναλάβει κανείς μια τέτοια άσκηση χωρίς πραγματικό κίνητρο, απλά και μόνο επειδή κάποιος το πρότεινε και απλώς επιδιώκουμε να τελειώνουμε μ' αυτήν. Οπωσδήποτε είναι πιο έξυπνο να περιμένουμε για κάποια καλύτερη στιγμή. Ταυτόχρονα το να αναβάλουμε γι αργότερα κάτι το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε αμέσως είναι μια μικρή παγίδα, μία μορφή υποχώρησης για να κάνουμε την εργασία πιο παραδεκτή σε κάποιον ο οποίος δεν την επιθυμεί. Αλλά το να περιμένουμε για ένα ορισμένο διάστημα μέχρι κάποια στιγμή ακριβώς καθορισμένη εκ των προτέρων, και τότε, τη στιγμή εκείνη, όποιες συνθήκες και εάν επικρατούν, να επαναλάβουμε αδυσώπητα την προσπάθεια, είναι ορισμένες φορές ένα δικαιολογημένο τέχνασμα το οποίο όμως μπορεί και να ενέχει κινδύνους. Μήπως το ίδιο δεν κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή για πολύ λιγότερο σοβαρούς στόχους;

Μόνον εφόσον είμαστε αποφασισμένοι να δημιουργήσουμε τις πρώτες αυτές συνθήκες, και μόνον εάν το πετύχουμε αυτό, μπορούμε να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι πρώτες προσπάθειες μας για εργασία επάνω στον εαυτό μας. Διότι οι προσπάθειες αυτές δεν κάνουν τίποτε μόνες τους. Είναι απλώς η προετοιμασία για μια μεγάλη σειρά προσπαθειών για εσωτερική εργασία δύσκολη, απαιτητική, μερικές φορές, γεμάτη παγίδες και αδιέξοδα όπου ο κίνδυνος να ξεστρατίσει κανείς είναι τόσο μεγάλος όσο και στην εξωτερική ζωή, και η ποσότητα της εργασίας, η οποία πρέπει να γίνει, είναι πολύ μεγαλύτερη και πολύ λεπτότερη από κάθε άλλο είδος εργασίας ή απασχόλησης. Στην αρχή η εργασία συνηθέστερα θα είναι θέμα ηρεμίας και αίσθησης, αργότερα θέμα μνήμης του εαυτού, ακολουθώντας ακριβείς μεθόδους και κάτω από την εποπτεία των αποτελεσμάτων της. Το να χάσουμε το δρόμο μας κατά την αρχή, μπορεί να αναχαιτίσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής ανάπτυξης, και από το σημείο αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις αφηρημένες ιδέες. Μόνον η άμεση σχέση μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ μεγαλύτερου και νεότερου, δασκάλου και μαθητή, θα βοηθήσει την ανάπτυξη μας από δω και πέρα. Για να προχωρήσω στο δρόμο που είναι δικός μου είναι απαραίτητη μία ολοζώντανη αντίληψη του εσωτερικού μου κόσμου και μία αποφασιστικότητα που δεν χάνει το κουράγιο της.

Μολαταύτα τα πάντα είναι σχετικά, δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες για εξέλιξη• αλλά όλοι μας έχουμε έναν δρόμο τον οποίο μπορούμε (και πρέπει) να ακολουθήσουμε και ο οποίος είναι για μας ουσιαστικός. Ο δρόμος αυτός περνά από ακριβείς φάσεις, όμως ταυτόχρονα η τάξη με την οποία περνά απ' αυτές και τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να τις ξεπεράσουμε ποικίλλουν στον κάθε δρόμο και στην κάθε σχολή. Ούτε και το τελικό επίπεδο πραγμάτωσης είναι το ίδιο στους διάφορους δρόμους. Αλλά παρά τις διαφορετικές απόψεις, αυτό που είναι εφικτό για τον άνθρωπο γενικά, και για τις μεθόδους της τελικής του εξέλιξης, υπακούει στους ίδιους νόμους και στους ίδιους κανόνες παντού.

Όλα αυτά συνδέονται με τις αιτίες γιατί οι ασκήσεις της εργασίας στον εαυτό που δίνονται στις σχολές δεν γράφονται ποτέ. Ή, εάν γραφτούν, μόνο οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν την εμπειρία των ασκήσεων και τις έχουν εφαρμόσει αρκετά κάτω από την καθοδήγηση των πιο ηλικιωμένων μπορούν να έχουν τα γραπτά αυτά ώστε να καταλαβαίνουν ποια είναι η σχέση τους μέσα στη γραμμή της συγκεκριμένης σχολής.

Βέβαια, δεν υπάρχει θέμα μυστικότητας. Υπάρχει μόνον το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τέτοιου είδους εμπειρίες χωρίς να τις έχει βιώσει. Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στο άτομο καθώς και σε ολόκληρη τη σχολή είναι να καταλάβουν κάτι λάθος, είτε πρόκειται για παράληψη είτε πρόκειται για παρεξήγηση και έτσι γίνεται το παν για να αποφευχθεί αυτό.

Η συνείδηση με καλεί να είμαι ο εαυτός μου.

Για να είμαι ο εαυτός μου πρέπει ν' αρχίσω να γνωρίζω τον εαυτό μου.

Για να γνωρίσω τον εαυτό μου πρέπει να εργαστώ στον εαυτό μου.

Η εργασία στον εαυτό είναι βασισμένη στην αίσθηση του εαυτού.

Ετικέτες

Η ΟΡΘΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Το πρώτο βήμα μιας μελέτης που έχει σκοπό να οδηγήσει στη γνώση του εαυτού είναι η παρατήρηση του εαυτού. Όμως αυτή πρέπει να γίνει με τρόπο που να ανταποκρίνεται στο σκοπό. Έτσι το συνηθισμένο είδος παρατήρησης του εαυτού που εφαρμόζουν οι άνθρωποι σ' όλη τους τη ζωή είναι σχεδόν ολότελα άχρηστο, και, στην πράξη, δεν αποδίδει τίποτε χρήσιμο για τη γνώση του εαυτού που χρειαζόμαστε, που είναι μία γνώση εμπειριωμένη και βιώσιμη.

Υπάρχουν όντως δύο είδη παρατήρησης του εαυτού: η αναλυτική και η απλή καταγραφή εντυπώσεων.

Η αυτοανάλυση ή η ενδοσκόπηση είναι η συνηθισμένη μέθοδος που εφαρμόζεται στη σύγχρονη ψυχολογία, (αν και στις μέρες μας υπάρχει μία τάση που την αποφεύγει). Με τη μέθοδο αυτή κάθε παρατηρούμενο γεγονός θεωρείται από μόνο του και χρησιμεύει σαν βάση για νοητική ανάλυση, με μορφή ερωτήσεων σχετικά με τις αιτίες τους, τις σχέσεις του και τις εντυπώσεις του. Τι το προξένησε, γιατί έγινε αυτό; Το παρατηρούμενο γεγονός λαμβάνεται σαν κέντρο βάρους της αναζήτησης, και οι άλλοι παράγοντες κατατάσσονται σε σχέση με αυτό και όχι σε σχέση με το σύνολο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος σαν σύνολο, παρ' όλο που δεν αγνοείται εντελώς, τοποθετείται σε δεύτερη θέση. Αλλά η ανάλυση ενός απομονωμένου φαινομένου, χωρισμένη από το περιεχόμενο της και μακριά από γενικούς νόμους, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και είναι απλώς ένα χάσιμο χρόνου.

Επιπλέον, ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν αρχίζει να ψάχνει για απαντήσεις γι' αυτά που βλέπει, έπειτα αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις απαντήσεις και τις επιπτώσεις τους και σύντομα χάνει από μπρος του την αρχική πρόθεση που ήταν να παρατηρήσει τον εαυτό του, όχι να δίνει ερμηνείες γι' αυτά για τα οποία δεν έχει ακόμη το αναγκαίο υλικό. Έτσι αναπτύσσεται μια ολόκληρη διαδικασία γύρω από την παρατήρηση του εαυτού που την υποβαθμίζει και τελικά καταλήγει να τη λησμονήσει. Ο άνθρωπος που αναλύει τον εαυτό του με τον τρόπο αυτό όχι μόνο δεν προοδεύει προς τη γνώση του εαυτού, αλλά φτάνει μέχρι να μεγαλοποιήσει τις ιδέες και τις φαντασιώσεις που έχει για τον εαυτό του οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις γίνονται τα χειρότερα εμπόδια για να προσεγγίσει αυτή τη γνώση και έτσι απομακρύνεται από αυτό για το οποίο έψαχνε.

Ένα άλλο πολύ άσχημο αποτέλεσμα αυτής της αναλυτικής μεθόδου είναι ότι επιτρέπει τις αυθαίρετες διαιρέσεις των λειτουργιών του ανθρώπου που μελετά τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν όποια λειτουργία είναι κυρίαρχη (η διανόηση σχεδόν πάντα), ξεχωρίζει από τις άλλες λειτουργίες και βλέπει κανείς με το δικό της τρόπο, και συχνά αξιολογεί ή κρίνει όλες τις άλλες σαν να τις κατανοούσε. Μία τέτοια άποψη δεν μπορεί παρά να αυξήσει την κυριαρχία μιας λειτουργίας πάνω στις άλλες και δεν κάνει τίποτε για να τις εξισορροπήσει. Έτσι ενισχύεται άμεσα η εσωτερική αποσύνδεση και σύγκρουση.

Η αναλυτική μέθοδος μπορεί να είναι χρήσιμη πάρα πολύ αργότερα, ίσως για να εμβαθύνει στη γνώση κάποιου συγκεκριμένου στοιχείου αφού κανείς αποκτήσει αρκετά την αίσθηση του συνόλου στο οποίο ανήκει, και τούτο χωρίς να λησμονηθεί η εικόνα του συνόλου αυτού. Αλλά για να φτάσει κανείς στη γνώση του εαυτού και να επιτρέψει να λάβει χώρα μια αρμονική εξέλιξη, η παρατήρηση του εαυτού δεν πρέπει, με οποιοδήποτε πρόσχημα να είναι μια ανάλυση ή μια προσπάθεια για ανάλυση.

Στην αρχή μόνον η μέθοδος της αποτύπωσης εντυπώσεων μπορεί να οδηγήσει στον υπ' όψη σκοπό. Καμιά παρατήρηση δεν έχει πραγματική αξία για τη γνώση του εαυτού εκτός εάν ιδωθεί σε σχέση με τη συνολική δομή του παρατηρητή, και εκτός εάν συνδεθεί με όλα εκείνα τα στοιχεία και τους νόμους με τους οποίους σχηματίζεται αυτή η δομή, όχι μόνον όπως αυτή είναι τώρα, αλλά και όπως πρόκειται να γίνει -δηλαδή μέσα στην κίνηση και τη ζωή του συνόλου. Ενώ λαμβάνουν χώρα οι "διεργασίες" αυτές δεν πρέπει ούτε προς στιγμή να χάσει κανείς τη θέα του συνόλου• είναι το μόνο που ενδιαφέρει και πρέπει να παραμείνει το κέντρο του βάρους.

Για το λόγο αυτό πρέπει να παραμεριστούν όλα τα αποτελέσματα παλαιότερων εμπειριών αυτοπαρατήρησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να τις αποβάλλει συστηματικά, διότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές - και παρεμπιπτόντως, μπορεί μέσα τους να βρίσκονται πολύτιμα στοιχεία. Αλλά όλο αυτό το υλικό έχει συγκεντρωθεί από τις ιδέες που έχει κανείς για τον εαυτό του, και για τις διάφορες υποδιαιρέσεις του εαυτού του που είναι ατελείς ή εσφαλμένες, έτσι ώστε με τη σημερινή του μορφή δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την εργασία που αναλαμβάνουμε, ο,τιδήποτε έχει πιθανόν αξία σ' αυτό το υλικό θα γίνει διαθέσιμο αργότερα, ξανά, σε χρόνο κατάλληλο και θα τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση.

Η ορθή παρατήρηση του εαυτού που κατευθύνεται προς τη γνώση του εαυτού κατ' αρχήν είναι δυνατή μόνον όταν έχουν προετοιμαστεί πολύ ακριβείς συνθήκες.

Για να αρχίσει κανείς χωρίς να είναι καταστρεπτική, πρέπει πρώτα να δοθούν σαν εφόδια ορισμένα στοιχεία που αναγκαστικά στη φάση αυτή θα είναι διανοητικά. Η πρώτη εργασία για όποιον επιθυμεί πραγματικά να παρατηρήσει τον εαυτό του είναι να επαληθεύσει τις πληροφορίες αυτές με τη δική του εμπειρία όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και να μην δεχτεί σαν αληθινό τίποτα που δεν έχει αυθεντικοποιήσει μόνος του με τον τρόπο αυτόν.               

Τα αναγκαία στοιχεία πληροφόρησης αφορούν την ίδια τη δομή του ανθρώπινου όντος, τον τρόπο λειτουργίας του και τους πιο άμεσους δυνατούς μετασχηματισμούς. Πρέπει να παρουσιαστούν σε μορφή αρκετά ολοκληρωμένη ώστε να χρησιμεύσουν σαν πλαίσιο και σαν σκαλωσιά γι' αυτό που αργότερα θα γίνει πραγματική γνώση του εαυτού.

Καθώς συνεχίζεται η εργασία αυτή της επαλήθευσης των πληροφοριών, ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί τον εαυτό του αποτυπώνοντας απλώς εντυπώσεις χωρίς να κρίνει ή να αλλάζει τίποτε, σαν να μην ήξερε τον εαυτό του καθόλου και να μην τον είχε παρατηρήσει προηγουμένως, προσπαθώντας μόνο να δει σε ποιο κέντρο ή ομάδα κέντρων ανήκουν τα παρατηρούμενα φαινόμενα, με ποιες λειτουργίες συνδέονται, και με ποιο επίπεδο των λειτουργιών αυτών.

Μόλις κάποιος κάνει τα βήματα αυτά, διαπιστώνει ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια και ότι δεν υπάρχει τελικά ελπίδα να τα υπερπηδήσει εάν πρώτα δεν τα δει όπως ακριβώς είναι.

Είναι επίσης προφανές ότι για μια τέτοια εργασία απαιτείται η ενέργεια, ο χρόνος και οι ειδικές συνθήκες. Πώς να βρούμε την ενέργεια παρά μόνον αφού βεβαιωθούμε σε ποιες δυνάμεις μπορούμε να υπολογίζουμε στο περιβάλλον και μέσα μας, και μετά να αναλογιστούμε πώς να βρούμε το χρόνο και τις απαραίτητες συνθήκες;

Δεν υπάρχει καμία σχεδόν πιθανότητα για έναν άνθρωπο μόνο του να επιλύσει τις τόσες πολλές και διάφορες δυσκολίες, όσο καλές και αν είναι οι αρχικές του προθέσεις.

Πολύ σύντομα χρειάζεται δύο ειδών βοήθεια. Αφ' ενός χρειάζεται την εσωτερική βοήθεια που μόνον η παρατήρηση του εαυτού η ίδια μπορεί να φέρει. Εκτός από όσα του επιτρέπει να δει για τον τρόπο με τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι, σύντομα του δείχνει ότι ένα τμήμα του συνόλου λειτουργεί λανθασμένα και καταλαμβάνει για τον άνθρωπο που επιδιώκει να είναι ολοκληρωτικά ο εαυτός του, γεννά μια επιθυμία για ορισμένες αλλαγές και για μετασχηματισμό. Η θέα αυτή και η επιθυμία που ξυπνά είναι η κύρια δύναμη στην οποία βασίζεται όλη η μελλοντική εργασία. Αλλά η εσωτερική αυτή βοήθεια, ο σύμμαχος αυτός μέσα μας, δεν μπορεί να είναι αρκετός. Αντίθετα με όσα συνήθως πιστεύει, ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να γνωρίζει τι χρειάζεται να αλλαχτεί ούτε πώς να το αλλάξει. Χρειάζεται, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, βοήθεια απ' έξω, και να βρει μία σχολή όπου οι συνθήκες - περί των οποίων ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτε - να υπάρχουν πραγματικά για να επιτρέψουν αυτή την αλλαγή που επιθυμεί για να συνεχίσει την επιδίωξη του σκοπού του.

Για τον άνθρωπο που έχει τη συναίσθηση της κατάστασης του, το να βρει μία σχολή, του γίνεται η πιο πιεστική ανάγκη.

Ετικέτες

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ:

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, ΧΑΛΑΡΩΣΗ, ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Οι ιδέες που παρουσιάστηκαν, ίσως να μας έχουν δείξει πόσο επιφανειακή είναι η "γνώση" που έχουμε για τον εαυτό μας και για τη ζωή μας. Εάν θέλουμε να ζήσουμε πραγματική τη ζωή μας, πιθανόν τώρα να αισθανόμαστε την ανάγκη να την καταλάβουμε βαθύτερα.

Αυτό μας θέτει εμπρός σε μια νέα απαίτηση, σε κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν το είχαμε δει με τον τρόπο αυτόν. Αναμφισβήτητα οι ακριβείς λόγοι του γιατί επιθυμούμε να αναλάβουμε αυτή τη μελέτη είναι διαφορετικοί για τον καθένα και ο συγκεκριμένος σκοπός που έχουμε εμπρός μας ίσως να μην είναι ο ίδιος για κάθε περίπτωση και να μπορεί να διατυπωθεί με διάφορους τρόπους. Παρόλα αυτά κάθε μία από αυτές τις απόψεις σχετίζεται με την ίδια εσωτερική απαίτηση - να δώσουμε στη ζωή μας κατεύθυνση και νόημα, τα οποία εν πάση ειλικρίνεια δεν έχουμε ακόμα βρει ή, όπως και να έχει, τα έχουμε βρει εν μέρει μόνο.

Όλα σχεδόν όσα μέχρι σήμερα έχουμε κάνει κατευθύνονται προς τα έξω - ο εξωτερικός κόσμος έχει απορροφήσει όλη σχεδόν τη ζωή μας. Ο χρόνος τον οποίο έχουμε όντως χρησιμοποιήσει για να στραφούμε προς τον εαυτό μας και προς την εσωτερική μας ζωή, είναι, συγκριτικά, ασήμαντος. Στην εκπαίδευση μας, την παιδεία μας και τις καθημερινές μας ασχολίες, τα πάντα σχεδόν έχουν στραφεί σε θέματα εξωτερικά, είμαστε προσανατολισμένοι προς τη γνώση η οποία έρχεται από έξω• έχουμε μάθει να βλέπουμε μόνο έξω από τον εαυτό μας και να ασχολούμαστε μόνο με τους άλλους, τα πράγματα και τις εξωτερικές περιστάσεις. Ακόμα και οι "προσευχές" μας συνήθως κατευθύνονται προς τα έξω, προς έναν εξωτερικό θεό. Έχουμε μάθει να στρεφόμαστε ελάχιστα προς τον εαυτό μας - αυτό συμβαίνει σπάνια και μόνο στιγμιαία. Όμως, εάν θέλουμε να επιτύχουμε τους δικούς μας στόχους στη ζωή και εάν επιθυμούμε η ζωή μας να έχει τις επιτυχίες και την ποιότητα που έχουν τη γεύση των αληθειών τις οποίες έχουμε αντιληφθεί, αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει όσο η εξωτερική ζωή μας μας παρασύρει συνεχώς. Χρειάζεται να αναπτύξουμε μέσα μας μια δυνατή, ξεκάθαρη, σταθερή παρουσία, που θα έχει τη δυνατότητα να επιτύχει τους σκοπούς της, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν, και να αντισταθούμε στις δυνάμεις της ζωής οι οποίες μας παρασύρουν• και πρώτα απ' όλα χρειάζεται να είμαστε συνεχώς και ολοκληρωτικά ο εαυτός μας όταν αντιμετωπίζουμε τη ζωή ή συμμετέχουμε σ' αυτήν.

Οι περισσότεροι από μας έχουν κάνει κάποιες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά ήδη βλέπουμε ότι είναι σχεδόν πάντα διεσπαρμένες, ασυντόνιστες, ασύνδετες και πλήρως ανεπαρκείς. Στην καλύτερη περίπτωση έχει αναπτυχθεί κάποια αυτοκυριαρχία• και κάποια "θέληση", με τίμημα την εσωτερική διαίρεση και τον αγώνα, πράγμα που μας έχει οδηγήσει στο να παραδοθούμε στις αντίθετες δυνάμεις ή στο να αισθανόμαστε απέχθεια γι' αυτές. Επιπλέον η αυτοκυριαρχία αυτή είναι ευάλωτη και συνεχώς αμφισβητείται. Δεν μπορούμε να πούμε ότι μας έχει κάνει να είμαστε πλήρως ο εαυτός μας ή ότι έχουμε συνειδητοποιήσει τη σύνθεση και την αρμονία μέσα μας, ή ανάμεσα σ' εμάς και τη ζωή - δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πρώτο βήμα προς την αυτοσυνείδηση ή έστω προς τη συνείδηση της ξεκάθαρης και σταθερής παρουσίας την οποία καταλαβαίνουμε πως χρειαζόμαστε. Εάν επιθυμούμε να φτάσουμε σε κάτι με πραγματική αξία στην κατεύθυνση αυτή, αισθανόμαστε τώρα ότι είναι αναγκαίο να αρχίσουμε μία εργασία άλλου επιπέδου, μία εργασία δομημένη πολύ καλύτερα. Ένα είναι οπωσδήποτε αληθινό σήμερα. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα στις συνθήκες της ζωής στην αναζήτηση μας για περισσότερη παρουσία χωρίς πρώτα να στραφούμε εσωτερικά προς τον εαυτό μας, χωρίς περισσότερη εμπειρία και κατανόηση του τι είμαστε, και χωρίς να αναπτύξουμε ιδιότητες τις οποίες δεν έχουμε ακόμα. Αυτό που μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή μας γίνεται αντιληπτό εσωτερικά και ο δρόμος του περνάει μέσα απ' τον εαυτό μας.

Όμως δεν έχουμε μάθει πώς να στρεφόμαστε προς τον εαυτό μας καθόλου δεν γνωρίζουμε τι θα μπορούσε να είναι μια εσωτερική εργασία. Προς την αφύπνιση και την ανάπτυξη του εαυτού. Όπως ακριβώς χρειάστηκε να μάθουμε να εκδηλωνόμαστε στην εξωτερική μας εργασία πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι θα χρειαστεί να μάθουμε τι είναι εσωτερική εργασία και τι είδους δράση ή δραστηριότητα απαιτεί.

Αντιμέτωποι με αυτήν την πρώτη ανάγκη να βαθύνουμε τη γνώση του εαυτού μας, βλέπουμε ξαφνικά τι τεράστιο έργο που είναι - τουλάχιστον όσο μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, από την εκπαίδευση την απαραίτητη για την εξωτερική ζωή. Είναι ένας δρόμος μακρύς, μερικές φορές βαρετός, και συχνά ακόμα και απογοητευτικός• και ευθύς, εξ αρχής εμφανίζονται δυσκολίες. Από που ν' αρχίσω; Βλέπουμε καθαρά ότι είναι αναγκαία μία πολύ πιο έντονη και πιο ακριβής εργασία από κάθε άλλη προσπάθεια του είδους αυτού που έχουμε ποτέ κάνει στο παρελθόν. Θα απαιτήσει μεθόδους τις οποίες καθόλου δεν γνωρίζουμε. Εάν θέλουμε να επιτύχουμε, είναι απαραίτητη μία πολύ πιο οργανωμένη εργασία.

Η κατάλληλη δομή δεν μπορεί να προκύψει από εμάς - δεν έχουμε αρκετή γνώση. Χρειάζεται ένας άνθρωπος που να γνωρίζει. Και δεν μπορούμε να επιτύχουμε μόνοι μας μία τέτοια εργασία: μόνοι μας δεν θα έχουμε το χρόνο, τις διάφορες ικανότητες, ούτε καν το απαιτούμενο κουράγιο. Η πρώτη απόλυτα ουσιαστική συνθήκη είναι να βρούμε μία ομάδα αναζητητών που να ενδιαφέρονται για την εργασία αυτή, στους οποίους έχει δοθεί η γνώση που είναι απαραίτητη. Το να βρει κανείς μια τέτοια ομάδα είναι, από μόνο του, ιδιαίτερα ασυνήθιστο και δύσκολο.

Ας υποθέσουμε ότι από κάποιο θαύμα πραγματοποιούνται οι συνθήκες αυτές και μπορούμε να εργαστούμε με μια ομάδα στις γραμμές αυτές. Ακόμα και τότε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να έχουμε το αναγκαίο ενδιαφέρον να συνεχίσουμε αυτή την εργασία εάν δεν έχουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί, και εάν δεν καταλαβαίνουμε το νόημα αυτών των πρώτων προσπαθειών.

Έχουμε δει ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε μέσα μας τρία διαφορετικά επίπεδα, τρεις πολύ διαφορετικούς τρόπους δραστηριότητας - ένα ενστικτώδες κινητικό επίπεδο, ένα συναισθηματικό επίπεδο και ένα διανοητικό επίπεδο• σε καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές έχουμε κάποια εμπειρία, και μπορούμε να αρχίσουμε τη μελέτη μας επιλέγοντας μία από αυτές.

Έτσι μπορούμε να αρχίσουμε στο συναισθηματικό επίπεδο, δηλαδή με όλα μας τα συναισθήματα και αισθήματα. Αλλά όσοι από εμάς έχουν προσπαθήσει (σύντομα και άλλοι μπορεί να φτάσουν στο ίδιο συμπέρασμα) ανακαλύπτουν ότι τα συναισθήματα και τα αισθήματα μας είναι ίσως το μέρος που είμαστε περισσότερο ανήμποροι. Ξεσηκώνονται, εξαφανίζονται, μας τυφλώνουν ή μας παρασύρουν ενάντια στον εαυτό μας, και οπωσδήποτε δεν είναι ούτε σταθερή ούτε πρόσφορη βάση για την αρχή της μελέτης του εαυτού.

Τελευταίο είναι το οργανικό επίπεδο - το σώμα μας. Αυτό είναι στερεό και συγκεκριμένο, και φαίνεται να έχει σταθερή μορφή στην οποία, εν πάση περιπτώσει, μπορούμε να βασιστούμε μέχρι κάποιο βαθμό. Είναι το εργαλείο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε και το μέσο που έχουμε για δράση.

Μπορούμε να το ακινητοποιήσουμε οικειοθελώς κι έτσι μπορούμε να το παρακολουθήσουμε ευκολότερα από τα άλλα μέρη μας. Είναι σχετικά υπάκουο, και μπορούμε ως ένα βαθμό να το κατευθύνουμε (πάντως περισσότερο από τα άλλα μας μέρη). Επιπλέον είναι η μόνη στερεή υλική βάση μέσα μας, και ως γενικός κανόνας ισχύει ότι κάθε δραστηριότητα επάνω στη γη, ανθρώπινη ή άλλη, πρέπει πρώτα να εδραιωθεί σε στερεή και σταθερή βάση. Τελικά όλες οι ανταλλαγές της ζωής λαμβάνουν χώρα μέσα στο σώμα και μέσα απ' αυτό λαμβάνουμε όλες τις ενέργειες που χρειαζόμαστε. Για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως να είναι σώφρον να αρχίσουμε την εργασία μας με το σώμα. Εάν δεν αρχίσουμε έξυπνα, με κάποια τακτική, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η βλακεία θα μας οδηγήσει σε πικρές απογοητεύσεις.

Εάν επιθυμούμε να μελετήσουμε το σώμα μας, ή τουλάχιστον, κατ' αρχήν, την κινητική του λειτουργία, πρέπει κατ' αρχήν να σχετιστούμε μ' αυτήν. Αυτό που μας συνδέει με το σώμα είναι η αίσθηση που έχουμε γι' αυτό - η εσωτερική αντίληψη του φυσικού μου είναι, η φυσική αίσθηση του εαυτού μου. Αλλά η αίσθηση έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία διότι, εάν ο σκοπός μας είναι να αναπτύξουμε εν τέλει μία σταθερή παρουσία μέσα μας, η αίσθηση από το φυσικό μας σώμα είναι αναπόσπαστο μέρος της. Είναι το μέρος το πιο συγκεκριμένο και το πιο εύκολο να καθοδηγηθεί.

Πάντοτε έχουμε κάποια αίσθηση του σώματος μας• διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να διατηρήσουμε τις θέσεις του σώματος, οι κινήσεις μας θα γίνονταν τυχαία ή καθόλου. Αλλά δεν έχουμε συνείδηση της αίσθησης αυτής, δεν την αντιλαμβανόμαστε παρά μόνο σε ακραίες περιστάσεις όταν απαιτείται μια ασυνήθιστη προσπάθεια ή όταν κάτι ξαφνικά πάει άσχημα. Τον υπόλοιπο καιρό την
ξεχνάμε. Για να γνωρίσουμε και να παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας και για να μελετήσουμε το σώμα μας, και αργότερα να βοηθήσουμε την εργασία μας, είναι ανάγκη να έχουμε την αίσθηση αυτή. Αυτό απαιτεί να υπάρξει μέσα μας μια νέα σχέση: εγώ έχω συνείδηση της αίσθησης μου. Πράγματι όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή νέα σύνθεση. Στην πραγματικότητα μία νέα κατάσταση δημιουργείται μέσα στην προσπάθεια αυτή και αναμφισβήτητα, αυτό είναι το πιο σημαντικό, αλλά δεν έχουμε ακόμα αρκετή εμπειρία για να μιλήσουμε γι' αυτό.

Αυτό το οποίο έχουμε άμεση ανάγκη είναι μια σταθερή αίσθηση• χρειάζεται δηλαδή να αναπτύξουμε μία συνείδηση του σώματος μας και της κατάστασης του που να έχει μεγαλύτερη σταθερότητα και διάρκεια. Η πρώτη σκέψη που έρχεται τότε στο μυαλό, βέβαια, είναι να προσπαθήσει κανείς να παρακολουθήσει την αντίληψη αυτή που έχει για το σώμα μέσα στις κινήσεις και τις δραστηριότητες της ζωής. Μπορούμε να προσπαθήσουμε• όμως σύντομα βλέπουμε αφενός ότι η αίσθηση μένει η ίδια, έτσι ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρήσει κανείς την επαφή μ' αυτήν και αφετέρου ότι οι δραστηριότητες μας αποσπούν και μας κάνουν να χάνουμε κάθε δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την κατάσταση μας.

Πράγματι, εάν επιθυμούμε να έχουμε την εμπειρία της αίσθησης του εαυτού μας και να αναπτύξουμε τη δυνατότητα να έχει η αντίληψη αυτή διάρκεια, πρέπει να εργαστούμε με πολύ λιγότερο δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας σε ιδιαίτερα ευνοϊκές περιστάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε κάτι που είναι δυνατό για μας• και στην αρχή, σε ένα πεδίο το οποίο ακόμα δεν γνωρίζουμε και τίποτε δεν έχει αναπτυχθεί όπως πρέπει, για μας τίποτε σχεδόν δεν είναι δυνατόν. Επιπλέον, αυτό θα συμβαίνει πάντα με την εργασία στον εαυτό μας. Η εργασία αυτή έχει νόημα μόνον εάν χρησιμεύει στο να μπούμε στη ζωή για να εκδηλώσουμε στο ακέραιο μέσα της αυτό που αναγνωρίζουμε ως είναι και να επιτύχουμε αυτό που εξαρτάται από μας. Πάντα θα υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στην εργασία πάνω στον εαυτό μας: αφενός η εσωτερική εργασία κάτω από συνθήκες ηρεμίας, κατάλληλες για την ανάπτυξη ορισμένων δυνατοτήτων• και αφετέρου η προσπάθεια να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας μέσα στη ζωή, σε έκταση ανάλογη με την ανάπτυξη που έχει πραγματοποιηθεί. Αλλά η ζωή είναι μια θύελλα μέσα στην οποία πρέπει κανείς να είναι εσωτερικά πολύ ισχυρή για να μην ανατρέπεται από τα στοιχεία που του εναντιώνονται. Και πριν δοκιμάσουμε τον εαυτό μας ή ριψοκινδυνεύσουμε, είναι αναγκαίο να έχουμε αναπτύξει υπομονετικά, κάτω από προστατευτικές και πρόσφορες συνθήκες, τις δυνάμεις και τις λειτουργίες που θα μας διασφαλίσουν από την αποτυχία.

Σχετικά με την αίσθηση του εαυτού μας, πριν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε το πώς αλλάζει καθώς κινούμαστε και ζούμε, είναι απαραίτητο να την γνωρίσουμε στη βασική της κατάσταση στην οποία μπορούμε αμέσως να επιστρέψουμε, στην ίδια πάντα, όταν αυτό χρειάζεται για την εσωτερική μας εργασία. Όπως ακριβώς για κάθε μέτρηση χρειαζόμαστε μια αφετηρία ή κάποιο πρότυπο, με τον ίδιο τρόπο χρειαζόμαστε ένα σημείο αναφοράς για να εκτιμήσουμε τον εαυτό μας, ένα μέτρο της κατάστασης η οποία είναι πάντα η ίδια. Και για την αίσθηση του εαυτού, μπορούμε να βρούμε τη βάση αυτή μόνο σε πλήρη χαλάρωση.

Πρέπει λοιπόν να θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είναι δυνατή η πλήρης χαλάρωση. Έχοντας κατανοήσει ότι αυτό είναι απαραίτητο, πρέπει να υποσχεθούμε στον εαυτό μας ότι θα το επιχειρούμε κάθε μέρα, όσο αυτό είναι δυνατόν, μία φορά τουλάχιστον, εάν όχι δύο, και ίσως και περισσότερο.

Θα θέσουμε τον εαυτό μας σε συνθήκες στις οποίες είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα διαταραχθούμε και δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε απαιτήσεις της εξωτερικής ζωής. Και, πρώτα απ' όλα, πρέπει να έχουμε μία στάση κατάλληλη για τέτοιου είδους εργασία. Μια τέτοια στάση πρέπει να είναι αφ' εαυτού της σταθερή, άνετη, χωρίς καμία ένταση. Για μας, η στάση που μάλλον είναι η καλύτερη είναι να καθίσουμε απλά σε μια ίδια καρέκλα, με την πλάτη να ακουμπά ή όχι, αλλά με τους γοφούς ισορροπημένους, το σώμα κατακόρυφο και το κεφάλι ίσιο, δηλαδή ούτε σκυμμένο (πράγμα που είναι δείγμα αδράνειας, ακόμα και ύπνου) ούτε γυρισμένο ψηλά (δείγμα ότι ξεφύγαμε στη σφαίρα των ιδεών ή ακόμα και στη φαντασία). Τα μάτια μπορεί να είναι ανοικτά ή κλειστά. Εάν είναι ανοικτά, ίσως να αναπτύσσονται συνειρμοί ιδεών μέσα μας με αφετηρία τα θεώμενα, πράγμα το οποίο αποσπά την προσοχή μας και μας αποτρέπει από την αναζήτηση μας - έτσι που στην περίπτωση αυτή είναι καλύτερο να κοιτά κανείς ένα σταθερό σημείο ένα ή δύο μέτρα εμπρός του. Εάν τα μάτια είναι κλειστά, το ότι δεν βλέπουμε τίποτε εξωτερικό μας παρέχει περισσότερη ησυχία αλλά ταυτόχρονα βοηθά την αδράνεια και την υπνηλία. Τα γόνατα πρέπει να σχηματίζουν ορθή γωνία και τα πόδια να είναι μαζί ή απομακρυσμένα λίγο, πατώντας στο πάτωμα. Τα μπράτσα και οι ώμοι πρέπει να κρέμονται ελεύθερα, με τις παλάμες να ακουμπούν στα γόνατα• στη θέση αυτή το κύκλωμα της ενέργειας που περνά από τα χέρια έχει αφεθεί ανοικτό. Μπορεί κανείς να βάλει τα χέρια του εμπρός του, με τις παλάμες προς τα επάνω, το δεξί χέρι μέσα στο αριστερό - τότε το κύκλωμα της ενέργειας είναι κλεισμένο στη φυσική του κατεύθυνση (τα χέρια αντίστροφα για τους αριστερόχειρες).

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διάφορα κυκλώματα ενέργειας μέσα στον οργανισμό μας. Ορισμένα από αυτά τα γνωρίζουμε καλά, όπως το κύκλωμα της κυκλοφορίας του αίματος ή των νεύρων. Άλλα, όπως το κύκλωμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, τα γνωρίζουμε πολύ λιγότερο, ή και σχεδόν καθόλου, πράγμα που συμβαίνει με το κύκλωμα των πιο λεπτών ενεργειών. Το πολύ πολύ ίσως να έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν. Ένας από τους λόγους για να παίρνουμε τη στάση την οποία είπαμε για να κάνουμε έντονη εσωτερική εργασία, είναι να επιτρέψουμε την ελεύθερη ροή όλων αυτών των κυκλωμάτων της ενέργειας μέσα μας. Άλλος ένας λόγος είναι ότι επιτρέπει την ολοκληρωτική ησυχία• δηλαδή, αφενός δεν δημιουργεί μηχανική δυσφορία σε κανένα μέρος του σώματος ή πίεση στα όργανα• και αφετέρου επιτρέπει να διαλυθούν όλες οι άχρηστες εντάσεις, αρχίζοντας από αυτές του φυσικού σώματος. Στον άνθρωπο τα πάντα είναι συνδεδεμένα. Οι μηχανικές πιέσεις και ιδιαίτερα οι μυϊκές εντάσεις εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ενεργειών μας, και αντιστοιχούν σε άλλες ενέργειες άλλων μερών του εαυτού μας όπου υπάρχουν ομοειδή στοιχεία τα οποία εμποδίζουν ή παρεκτρέπουν την εργασία στον εαυτό μας. Εάν για κάποιο λόγο (για παράδειγμα, λόγω παραμόρφωσης του σκελετού) οι στάσεις αυτές δεν μπορούν να χαλαρώσουν, πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε ώστε να κάνουμε κατά το δυνατόν, τις απαραίτητες προσαρμογές στα διάφορα επίπεδα μέσα μας.

Έτσι η πρόσφορη στάση για εντατική εργασία πάνω στον εαυτό πρέπει να είναι τέλεια ισορροπημένη και από φυσικού της σταθερή, η σπονδυλική στήλη και το κεφάλι κατακόρυφα πάνω σε απόλυτα σταθερούς γοφούς χωρίς καμία ένταση εκτός από την ελάχιστη ένταση στο σβέρκο που δεν αφήνει το κεφάλι να πέσει εμπρός. Αυτή είναι η ελάχιστη ένταση που είναι απαραίτητη για την εδραίωση της προσπάθειας για παρατήρηση.

Η στάση θεωρείται από την αρχαιότητα η καλύτερη, ιδιαίτερα στην Ανατολή όπου οι άνθρωποι εφαρμόζουν πολύ τις ασκήσεις αυτές, είναι η "στάση του λωτού". Η στάση αυτή, με τους γλουτούς λίγο ανασηκωμένους (σε ένα μαξιλάρι) σε ύψος προσαρμοσμένο για κάθε άτομο, προσφέρει την πιο σταθερή βάση απ' όλες, την εκτενέστερη επιφάνεια επαφής με το έδαφος και την πιο ισόρροπη ακινησία της σπονδυλικής στήλης. Αλλά για τους δυτικούς, λόγω της έλλειψης σχετικής εξάσκησης από την παιδική ηλικία και την κάπως διαφορετική διαμόρφωση του σκελετού τους, γενικά είναι αδύνατη. Παρόλα αυτά μπορεί κανείς να πάρει τη στάση του ημι-λωτού, ή απλά τη στάση οκλαδόν. Ακόμα και αυτές οι ενδιάμεσες στάσεις συχνά είναι δύσκολες στην αρχή και απαιτούν ορισμένη εξάσκηση. Δεν είναι απολύτως απαραίτητες, και στην αρχή η απλή καθιστική στάση που περιγράψαμε είναι απόλυτα ικανοποιητική για την εργασία στον εαυτό. Αλλά οι άλλες στάσεις είναι καλύτερες για εντατική εσωτερική εργασία. Επιτρέπουν τη μεγαλύτερη ελευθερία με την ελάχιστη ένταση, την ελάχιστη σπατάλη ενέργειας για τον οργανισμό στο σύνολο του. Επιπλέον καθένας μας έχει ειδικές διαφορές που απαιτούν να βρει τη στάση που είναι πιο ισόρροπη για τον ίδιον.

Μια στάση που μπορεί να φαίνεται πιο φυσική απ' όλες για να ηρεμήσει κανείς τις εντάσεις του είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Αλλά η στάση αυτή, εκτός από το ότι με το να εξαφανίσει όλη τη μυϊκή ένταση οδηγεί κατ' αρχήν σε εσωτερική παθητικότητα και μετά στον ύπνο, υποβοηθά την κυκλοφορία και την ανάπτυξη των δυνάμεων του ενστίκτου έτσι ώστε ανατρέπεται η γενική ισορροπία και γίνεται λιγότερο ευαίσθητη, πράγμα που δεν είναι επιθυμητό. Παρόλα αυτά, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ή σε ειδικές περιστάσεις, μπορεί να είναι η μόνη στάση που μας δίνει αρκετή ηρεμία. Υπό την προϋπόθεση ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε και πράγματι να διορθώσουμε αυτή την ανισορροπία, η στάση αυτή επίσης επιτρέπει την έντονη εργασία πάνω στον εαυτό.

Έτσι, έχοντας βάλει τον εαυτό μας σε συνθήκες όπου είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να διαταραχτούμε απ' έξω, θα επιλέξουμε την καθιστική στάση, η οποία στην αρχή είναι οπωσδήποτε αρκετή για την εργασία την οποία έχουμε σκοπό να κάνουμε και είναι η απλούστερη για μας. Κατ' αρχήν πρέπει να δημιουργήσουμε εκ νέου ήσυχες συνθήκες μέσα μας και βαθμιαία να ελευθερωθούμε απ' όλα τα εξωτερικά προβλήματα της καθημερινής ζωής, τις εντάσεις που δημιουργούν, την επίδραση και τις εσωτερικές επιπτώσεις που έχουν επάνω μας, και την αναστάτωση που προκαλούν. Αυτό απαιτεί λιγότερο ή περισσότερο χρόνο, που εξαρτάται από την κατάσταση του κάθε ατόμου, από το πόσο καλά γνωρίζει να εργάζεται κι από την πίεση που εξασκούν οι εξωτερικές περιστάσεις.

Κατόπιν υπάρχει ένα αρχικό βήμα, αναγκαίο για κάθε άσκηση της εργασίας που πρόκειται να γίνει: να υπενθυμίσουμε πάντα στον εαυτό μας γιατί αναλαμβάνουμε την προσπάθεια αυτή και να βρούμε πάλι μέσα μας αυτό που αισθάνεται την ανάγκη για την εργασία αυτή και την πορεία του ενδιαφέροντος με το οποίο σχετίζεται. Μία άσκηση του είδους αυτού δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν συνδέεται με την ανάγκη να γίνει κανείς περισσότερο ο εαυτός του.

Όταν αισθανθούμε αυτό, βλέπουμε ότι είμαστε πάντοτε διηρημένοι - ένα μέρος μας έχει την ανάγκη της προσπάθειας αυτής και δέχεται εκούσια να την κάνει• ένα άλλο μέρος, το οποίο μπορεί να είναι ισχυρότερο ή πιο αδύναμο (αυτό μπορεί ν' αλλάξει με τον καιρό ή τις περιστάσεις) δεν έχει καθόλου τέτοια ανάγκη και δεν θέλει με τίποτε ν' ασχοληθεί με αυτήν. Αυτό το άλλο μέρος δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον γι' αυτήν και θα προτιμούσε κάτι εντελώς διαφορετικό - όπως το να ακούσει μουσική, να πάει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, να μελετήσει, να χορέψει και λοιπά.

Πρέπει να πείσουμε αυτό το άλλο μέρος να μας βοηθήσει τη στιγμή εκείνη, ή τουλάχιστον να μην μας διακόπτει, έστω και εάν πρέπει αργότερα να του δώσουμε την ικανοποίηση που θέλει. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κάνουμε αυτή τη συμφωνία για να μειώσουμε τις αντιφάσεις μέσα μας στο ελάχιστο. Η εργασία του είδους αυτού απαιτεί μια αρμονική "ατμόσφαιρα". Είναι καλύτερα να μην πιέζει κανείς τίποτα. Ορισμένες φορές όμως, μπροστά στον κίνδυνο να μην κάνει κανείς καμία περαιτέρω προσπάθεια και να δει να ξεφτίζει μέρος του εαυτού του που έχει το μεγαλύτερο δικαίωμα συμμετοχής στη ζωή, πρέπει να εξαναγκάσουμε το άλλο μέρος, το οποίο ισοπεδώνει το πρώτο και αρνείται να του δώσει το χώρο που μας επιτρέπει να προσπαθήσουμε αυτό που επιθυμούμε. Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε αυτό όταν φαίνεται πως είναι ανάγκη, και να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας πειθαρχία χωρίς ανώφελη πάλη. Πρέπει να είμαστε έξυπνοι αλλά ταυτόχρονα σταθεροί, γνωρίζοντας ότι κάθε φορά που εξαναγκάζουμε τα πράγματα, δημιουργείται μία αντίσταση ίσης έντασης. Ακόμα και εάν η αντίσταση που δημιουργείται με τον περιορισμό δεν εμφανιστεί αμέσως, παραμένει στο παρασκήνιο, μεγαλώνει και αυξάνεται με τη συνεχή συσσώρευση μέχρις ότου εκραγεί με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Είναι απαραίτητο να το γνωρίζουμε, να το παρακολουθούμε στον εαυτό μας και να συμπεριφερθούμε ανάλογα. Εάν η αντίσταση αυτή προκληθεί ή εάν βρει συμμάχους μέσα μας, μπορεί να κάνει αδύνατη για καιρό την πραγματική εργασία. Πρέπει κανείς να ξέρει πώς να την αναγνωρίσει, διότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αναλάβει κανείς μια τέτοια άσκηση χωρίς πραγματικό κίνητρο, απλά και μόνο επειδή κάποιος το πρότεινε και απλώς επιδιώκουμε να τελειώνουμε μ' αυτήν. Οπωσδήποτε είναι πιο έξυπνο να περιμένουμε για κάποια καλύτερη στιγμή. Ταυτόχρονα το να αναβάλουμε γι αργότερα κάτι το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε αμέσως είναι μια μικρή παγίδα, μία μορφή υποχώρησης για να κάνουμε την εργασία πιο παραδεκτή σε κάποιον ο οποίος δεν την επιθυμεί. Αλλά το να περιμένουμε για ένα ορισμένο διάστημα μέχρι κάποια στιγμή ακριβώς καθορισμένη εκ των προτέρων, και τότε, τη στιγμή εκείνη, όποιες συνθήκες και εάν επικρατούν, να επαναλάβουμε αδυσώπητα την προσπάθεια, είναι ορισμένες φορές ένα δικαιολογημένο τέχνασμα το οποίο όμως μπορεί και να ενέχει κινδύνους. Μήπως το ίδιο δεν κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή για πολύ λιγότερο σοβαρούς στόχους;

Μόνον εφόσον είμαστε αποφασισμένοι να δημιουργήσουμε τις πρώτες αυτές συνθήκες, και μόνον εάν το πετύχουμε αυτό, μπορούμε να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι πρώτες προσπάθειες μας για εργασία επάνω στον εαυτό μας. Διότι οι προσπάθειες αυτές δεν κάνουν τίποτε μόνες τους. Είναι απλώς η προετοιμασία για μια μεγάλη σειρά προσπαθειών για εσωτερική εργασία δύσκολη, απαιτητική, μερικές φορές, γεμάτη παγίδες και αδιέξοδα όπου ο κίνδυνος να ξεστρατίσει κανείς είναι τόσο μεγάλος όσο και στην εξωτερική ζωή, και η ποσότητα της εργασίας, η οποία πρέπει να γίνει, είναι πολύ μεγαλύτερη και πολύ λεπτότερη από κάθε άλλο είδος εργασίας ή απασχόλησης. Στην αρχή η εργασία συνηθέστερα θα είναι θέμα ηρεμίας και αίσθησης, αργότερα θέμα μνήμης του εαυτού, ακολουθώντας ακριβείς μεθόδους και κάτω από την εποπτεία των αποτελεσμάτων της. Το να χάσουμε το δρόμο μας κατά την αρχή, μπορεί να αναχαιτίσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής ανάπτυξης, και από το σημείο αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις αφηρημένες ιδέες. Μόνον η άμεση σχέση μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ μεγαλύτερου και νεότερου, δασκάλου και μαθητή, θα βοηθήσει την ανάπτυξη μας από δω και πέρα. Για να προχωρήσω στο δρόμο που είναι δικός μου είναι απαραίτητη μία ολοζώντανη αντίληψη του εσωτερικού μου κόσμου και μία αποφασιστικότητα που δεν χάνει το κουράγιο της.

Μολαταύτα τα πάντα είναι σχετικά, δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες για εξέλιξη• αλλά όλοι μας έχουμε έναν δρόμο τον οποίο μπορούμε (και πρέπει) να ακολουθήσουμε και ο οποίος είναι για μας ουσιαστικός. Ο δρόμος αυτός περνά από ακριβείς φάσεις, όμως ταυτόχρονα η τάξη με την οποία περνά απ' αυτές και τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να τις ξεπεράσουμε ποικίλλουν στον κάθε δρόμο και στην κάθε σχολή. Ούτε και το τελικό επίπεδο πραγμάτωσης είναι το ίδιο στους διάφορους δρόμους. Αλλά παρά τις διαφορετικές απόψεις, αυτό που είναι εφικτό για τον άνθρωπο γενικά, και για τις μεθόδους της τελικής του εξέλιξης, υπακούει στους ίδιους νόμους και στους ίδιους κανόνες παντού.

Όλα αυτά συνδέονται με τις αιτίες γιατί οι ασκήσεις της εργασίας στον εαυτό που δίνονται στις σχολές δεν γράφονται ποτέ. Ή, εάν γραφτούν, μόνο οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν την εμπειρία των ασκήσεων και τις έχουν εφαρμόσει αρκετά κάτω από την καθοδήγηση των πιο ηλικιωμένων μπορούν να έχουν τα γραπτά αυτά ώστε να καταλαβαίνουν ποια είναι η σχέση τους μέσα στη γραμμή της συγκεκριμένης σχολής.

Βέβαια, δεν υπάρχει θέμα μυστικότητας. Υπάρχει μόνον το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τέτοιου είδους εμπειρίες χωρίς να τις έχει βιώσει. Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στο άτομο καθώς και σε ολόκληρη τη σχολή είναι να καταλάβουν κάτι λάθος, είτε πρόκειται για παράληψη είτε πρόκειται για παρεξήγηση και έτσι γίνεται το παν για να αποφευχθεί αυτό.

Η συνείδηση με καλεί να είμαι ο εαυτός μου.

Για να είμαι ο εαυτός μου πρέπει ν' αρχίσω να γνωρίζω τον εαυτό μου.

Για να γνωρίσω τον εαυτό μου πρέπει να εργαστώ στον εαυτό μου.

Η εργασία στον εαυτό είναι βασισμένη στην αίσθηση του εαυτού.

Ετικέτες

ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Ας δούμε τώρα εάν μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι η παρατήρηση του εαυτού όταν γίνεται με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με σκοπό να αποκτήσουμε γνώση του εαυτού και να πλησιάσουμε τη Μεγάλη Γνώση.

Στις περισσότερες παραδόσεις λέγεται, με διάφορους τρόπους, πως η Αλήθεια βρίσκεται πέρα από τον κόσμο των φαινομένων, ή μέσα σε αυτόν, και πως η θέαση της Αλήθειας ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αβεβαιότητα, την αμφιβολία και την εσωτερική σύγκρουση. Οπωσδήποτε όμως αισθανόμαστε πως πρώτα απ' όλα πριν μπορέσουμε να δούμε την εσωτερική αλήθεια του κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε, πριν διαλύσουμε τις αμφιβολίες αυτές, και τις εσωτερικές διαμάχες, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε μαθαίνοντας πως μπορούμε να στραφούμε προς τον εαυτό μας και να κοιτάξουμε μέσα μας.

Είναι προφανές πως δεν μας είναι αυθόρμητος αυτός ο τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, ή έστω την εσωτερική κίνηση που κάνει κάτι τέτοιο εφικτό. Διαρκώς και συνεχώς αισθανόμαστε πως μας έχει παρασύρει η ακαταστασία της εξωτερικής αναταραχής και πέφτουμε θύματα των αμφιβολιών, των συγκρούσεων και των φαντασιώσεων που στέκονται εμπόδιο για να δούμε αμερόληπτα αυτό που είμαστε. Για άλλη μια φορά πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να νιώσουμε μια πραγματική ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε αυτή τη σύγχυση. Διότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει πως είναι δύσκολο να εγκαταλείψει την εντύπωση για τη ζωή που του δίνουν αυτές οι συγκρούσεις και η αναταραχή, και δεν θέλει να δει ότι αυτά δεν τον οδηγούν σε τίποτα εποικοδομητικό. Καμία δε απολύτως εξέλιξη δεν είναι δυνατή για αυτόν όσο προτιμά να παραμένει όπως είναι (ακόμα και εάν δεν νιώθει πολύ άνετα καθώς μπορούμε εύκολα να ανεχτούμε λίγη στενοχώρια).

Η πρώτη παρατήρηση του εαυτού μας, την οποία μας προσφέρουν οι απαιτήσεις της ζωής, είναι οπωσδήποτε αυτή η ανάγκη να αλλάξει κάτι μέσα μας. Άλλοτε απότομα ή βίαια, και άλλες φορές βαθμιαία, ως αποτέλεσμα κάποιας ανάγκης, ενός ερωτήματος ή μιας εσωτερικής απαίτησης. Συχνά η ίδια η επιθυμία του ανθρώπου για κάποια μελλοντική εξέλιξη, και η δύναμη της εμμονής του γι' αυτήν, εξαρτάται από την ποιότητα, την ένταση και τη δύναμη αυτής της παρατήρησης.

Ο άνθρωπος μπορεί να αρχίσει εργασία πάνω στον εαυτό του από τη στιγμή που αναγνωρίσει πως κάτι πάει στραβά ή πως κάτι του λείπει και επομένως πως κάτι πρέπει να αλλάξει. Και το πρώτο ερώτημα που γεννιέται στον άνθρωπο αυτόν, είναι το πώς θα αρχίσει την εργασία, που θα του δώσει τη δύναμη να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι.

Βλέπουμε ολόκληρο τον κόσμο μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας και ο εαυτός μας δεν έχει νόημα παρά μόνον ως μέρος του κόσμου. Την ίδια στιγμή που αισθανόμαστε πως είμαστε το κέντρο ενός κόσμου τον οποίο βλέπουμε από τη δική μας σκοπιά, για τον κόσμο αυτόν δεν είμαστε παρά ένα τίποτα - ούτε καν κόκκος άμμου.

Η μελέτη μπορεί να αρχίσει από τη μία πλευρά ή από την άλλη, και η πρώτη μας παρόρμηση είναι να αρχίσουμε με τη μελέτη του γύρω μας κόσμου. Αλλά στον κόσμο αυτόν, που είμαστε ένα τίποτα, μας λείπουν, επίσης, και οι δυνατότητες• δεν έχουμε τίποτα με το οποίο να μπορούμε να δούμε το άπειρο του ή την αιωνιότητα του. Είμαστε χαμένοι στο μέγεθος του, το οποίο ξεπερνά κάθε μας αίσθηση, και, εάν θέλαμε να φτάσουμε στη σύνθεση όλων των πραγμάτων, θα χανόμασταν σε μία προσπάθεια ανάλυσης που ολόκληρη η ζωή μας δεν φτάνει για να ολοκληρώσει ή να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε σε όλο της το πλάτος. Ακόμα και εάν φτάναμε σε αυτή τη σύνθεση, θα ήταν πάλι απαραίτητο να συμπεριλάβουμε σ' αυτή τον εαυτό μας και να προσδιορίσουμε μέσα της τη σωστή μας θέση. Εντούτοις αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα η επιστήμη, με την ατέρμονη ανάλυση, έχοντας κάποια πρακτική αποτελεσματικότητα, η οποία έχει ταυτόχρονα οδηγήσει στη διάσπαση και την εξειδίκευση, δηλαδή στον περιορισμό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον απευθείας για τον άνθρωπο που ασχολείται μ' αυτήν.

Όμως ο σκοπός της αναζήτησης αυτής είμαστε εμείς οι ίδιοι• εμείς οι ίδιοι τη χρειαζόμαστε κατά πρώτον και κύριον. Είναι ένα θέμα που μας αφορά, ένα θέμα της εσωτερικής μας ύπαρξης που αφορά τη θέση μας, τις αντιφάσεις μας, την εξέλιξη μας, και, τελικά, ολόκληρη τη ζωή μας. Επιπλέον δεν μπορούμε να δούμε τίποτα παρά μόνον με τα ίδια τα δικά μας τα μάτια.

Έτσι λοιπόν, εάν η μελέτη αρχίσει με τον εαυτό μας, το θέμα αλλάζει. Εμείς είμαστε πάντα εδώ, προσιτοί στους εαυτούς μας, στη θέση που καταλαμβάνουμε. Ίσως να πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τους εαυτούς μας και τη θέση μας. Ολόκληρη η παιδεία μας οδηγεί να το πιστεύουμε. Εντούτοις παράλληλα υπάρχουν οι αμφιβολίες μας, οι εσωτερικές μας συγκρούσεις, η άγνοια μας: αυτά δεν θα υπήρχαν εάν γνωρίζαμε τους εαυτούς μας τόσο καλά όσο νομίζουμε και δεν θα υπήρχε θέμα σχετικά με το ποιοι είμαστε.

Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Και επιπλέον, η λανθασμένη πεποίθηση ότι γνωρίζουμε τους εαυτούς μας είναι το κατεξοχήν εμπόδιο που μας εμποδίζει να αρχίσουμε την εργασία την οποία στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εάν έχουμε καταλάβει κάπως την κατάσταση αυτή, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για τον εαυτό μας και συνειδητοποιούμε πως χρειάζεται να μάθουμε να στρέφουμε τον εαυτό μας προς τον εαυτό μας και προς την εσωτερική μας ζωή. Χρειάζεται να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι, αντί για την εικόνα που έχουμε γι' αυτόν.

Για να δούμε τον εαυτό μας καλύτερα, πρέπει πρώτα να τον παρατηρήσουμε αμερόληπτα -με τέλεια ειλικρίνεια, χωρίς να αλλάξουμε τίποτα-απλώς διότι χρειαζόμαστε να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι. Αυτός είναι ο λόγος που όλη η εργασία στην κατεύθυνση αυτή αρχίζει με την παρατήρηση του εαυτού - παρατήρηση που είναι καθολική, γενική και αμερόληπτη.

Μόλις προσπαθήσουμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας με τον τρόπο αυτό και ταυτόχρονα να προσέχουμε τον εαυτό μας και μία συγκεκριμένη άποψη του εαυτού μας, αντιλαμβανόμαστε πως μία τέτοια παρατήρηση είναι παροδική και πως, εάν εξαιρέσουμε ασυνήθιστες περιστάσεις, διαρκεί το πολύ μερικές στιγμές.

Πολύ σύντομα αυτή η ανικανότητα να επιτύχουμε μεγαλύτερη διάρκεια κατά τις στιγμές της παρατήρησης φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό απ' όλα τα εμπόδια για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, και αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί να είναι τα πράγματα συνήθως έτσι, μήπως είναι διαφορετικά κάτω από ειδικές συνθήκες, και, εάν αυτό ισχύει, ποιες είναι οι συνθήκες αυτές; Σύντομα εμφανίζεται ένα νέο είδος δυσκολίας για εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει να προχωρήσει σε αυτό το μονοπάτι. Η παρατήρηση του εαυτού γίνεται βαρετή: μετά από αυτό που μπορεί να είναι κάποιος ενθουσιασμός, το αρχικό ενδιαφέρον εξαφανίζεται και ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να την αποφύγει. Λησμονούμε ότι αναλάβαμε την εργασία από το κάλεσμα των βαθύτερων επιδιώξεων μας και ότι το ξεστράτισμα αυτό είναι μια αναπόφευκτη φάση πάνω στο δρόμο μας. Όλα αυτά τα γνωρίζουμε με το κεφάλι μας, αλλά αφήνουμε το ενδιαφέρον μας να παρασυρθεί από τις έλξεις της ζωής που συνεχώς αλλάζουν και ανανεώνονται. Γιατί να αναλάβω μια τέτοια αναζήτηση εάν δεν αισθάνομαι ότι για τον εαυτό μου είμαι ένα ερωτηματικό το οποίο δεν με αφήνει να ησυχάσω, εάν το ερωτηματικό αυτό δεν ξυπνά πια ένα πραγματικό ενδιαφέρον μέσα μου, εάν δεν έχω ένα αίσθημα ότι προδίδω τον εαυτό μου -η ακριβέστερα ότι θυσιάζω την ανώτατη δυνατότητα της ανάπτυξης μου- όταν επι-τρέπω στον εαυτό μου να παρασυρθεί από το ρεύμα της εξωτερικής ζωής; Καμία προσπάθεια εσωτερικής εργασίας, καμία προσπάθεια παρατήρησης του εαυτού δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν κάθε προσπάθεια συνδέεται με την αρχική μου αναζήτηση και με την επιθυμία να είμαι ο εαυτός μου πιο ολοκληρωμένα.

Αλλά, ακόμα και εάν είναι δυνατόν να αφυπνιστεί αυτό το ενδιαφέρον για τον εαυτό μας, παραμένει γεγονός το ότι η προσπάθεια να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας δεν διαρκεί περισσότερο από μερικές στιγμές.

Βλέπουμε ταυτόχρονα ότι το πραγματικό μας ενδιαφέρον για τις προσπάθειες μας εξαντλείται και η προσοχή που είναι αναγκαία για να δούμε εξανεμίζεται. Αυτό που παρατηρούμε εξαφανίζεται πολύ γρήγορα και, έτσι όπως είμαστε, πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε πως συνεχώς λησμονούμε τον εαυτό μας και πως τον λησμονούμε όλη την ώρα. Το να λησμονούμε, και ιδιαίτερα το να λησμονούμε τον εαυτό μας, προβάλλει αμέσως ως ένα από τα κύρια εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει ο άνθρωπος ο οποίος αναζητά με σκοπό να είναι ο εαυτός του. Κάτω από τέτοιες συνθήκες καμία παρατήρηση του εαυτού δεν μπορεί να είναι πραγματικά χρήσιμη. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να μελετήσουμε το γιατί οι παρατηρήσεις μας είναι τόσο παροδικές και το πώς μπορούν να έχουν αρκετή διάρκεια ώστε να μπορέσουμε να έχουμε αποτελέσματα με κάποια αξία. Γίνεται προφανές πως χρειάζεται πολλή προκαταρκτική εργασία.

Η σωστή παρατήρηση, που οδηγεί σε αποτελέσματα που έχουν αξία, απαιτεί και μάλιστα εξαρτάται από τη συμμετοχή τριών παραγόντων, τριών δυνάμεων θα έλεγε κανείς• η δε ποιότητα του αποτελέσματος, δηλαδή η ποιότητα της παρατήρησης, εξαρτάται από την ποιότητα των τριών αυτών παραγόντων. Αυτοί είναι: εγώ ο οποίος παρατηρώ, εμπρός σ' αυτό το οποίο παρατηρώ μέσα μου• και τίποτε δεν συμβαίνει εάν δεν υπάρχει ανάμεσα τους ένας τρίτος παράγοντας, μια προσοχή που συνδέει τους άλλους δύο.

Η προσοχή που απαιτείται εδώ είναι αναμφισβήτητα αυτό που μας λείπει περισσότερο• είναι ένα ιδιαίτερο είδος προσοχής το οποίο συνήθως δεν έχουμε και το οποίο μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε ότι είναι δυνατό. Η προσοχή την οποία έχουμε συνήθως είναι μια μονόπλευρη προσοχή, η οποία κατευθύνεται προς αυτό το οποίο παρατηρούμε και δεν υπολογίζει τίποτε άλλο. Με το είδος αυτό της προσοχής και τη διάθεση που τη συνοδεύει, η παρατήρηση που μπορεί κανείς να εφαρμόσει στον εαυτό του μπορεί να τον βοηθήσει να φτάσει μόνον σε μία στοιχειώδη ανάλυση (όπως στην Πανεπιστημιακή Ψυχολογία), αλλά όχι να κάνει εκείνες τις παρατηρήσεις ενός ορισμένου μέρους ή μιας άποψης, ταυτόχρονα με το σύνολο του εαυτού του οποίου αναζητούμε. Η προσοχή η οποία χρειαζόμαστε είναι μια προσοχή από ένα άλλο επίπεδο το οποίο λαμβάνει υπόψη το σύνολο του τι είμαστε, ενόσω παρατηρούμε. Είναι μια αμφίπλευρη προσοχή, μια παρατήρηση χωρισμένη στα δύο και έχει ως αποτέλεσμα μία διάθεση που είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνήθως. Αυτό το είδος της προσοχής δεν το έχουμε από φυσικού μας παρά μόνον τυχαία σε ορισμένες στιγμές έκπληξης ή θυμού όταν αποτελεί μέρος μιας έκλαμψης συνειδητό-τητας. Αλλά είναι δυνατόν να την αποκτήσουμε "τεχνητά", με μια ειδική προσπάθεια, και μπορεί να αναπτυχθεί μέσα μας με κατάλληλες ασκήσεις. Αυτό είναι ένα από τα αποτελέσματα της προσπάθειας να παρατηρήσει κανείς τον εαυτό του. Στην αρχή η προσοχή μένει μονόπλευρη, στρέφεται πότε προς τη μία κατεύθυνση, μετά την άλλη, μερικές φορές κατευθύνεται προς τον εαυτό μου, άλλοτε στρέφεται προς αυτό το οποίο παρατηρώ στον εαυτό μου, αλλάζοντας με μεγάλη ή με μικρότερη ταχύτητα. Και αυτό συμβαίνει το ίδιο εύκολα προς τη μία κατεύθυνση ή την άλλη• στην αρχή δεν υπάρχει σταθερή βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η προσοχή μας. Σύντομα μας φαίνεται πως η πραγματική παρατήρηση του εαυτού, εάν την επιχειρήσουμε, εξαρτάται τόσο από τη βάση αυτήν όσο και από την προσοχή την ίδια. Και πολύ σύντομα καταλαβαίνουμε ότι οι τρεις παράγοντες, οι τρεις δυνάμεις οι οποίες πρέπει να είναι παρούσες, είναι στενά αλληλεξαρτημένες.

Έτσι για να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι μία πραγματική παρατήρηση, φτάνουμε να μελετήσουμε τους δύο άλλους παράγοντες, αυτούς που βρίσκονται στην προσπάθεια αυτήν αντιμέτωποι: εγώ που παρατηρώ και αυτό που παρατηρώ στον εαυτό μου.

Η πραγματική παρατήρηση του εαυτού, όπως την καταλαβαίνουμε, είναι δυνατή μόνον όταν αυτός που παρατηρεί -"εγώ"- είναι παρών ενόσω συμβαίνει η παρατήρηση• όσο περισσότερο είναι παρών, δηλαδή όσο περισσότερα στοιχεία είναι σε θέση να συμπεριλάβει μέσα στο πεδίο της προσοχής το οποίο κατευθύνει προς τον εαυτό του, τόσο μεγαλύτερη αξία θα έχει και τόσο περισσότερο ολοκληρωμένη θα είναι η ένταξη αυτού που παρατηρείται. Αυτό προϋποθέτει ότι αυτός που παρατηρεί αναγνωρίζει ήδη αυτά τα στοιχεία και είναι σε θέση να τα συγκρατήσει εκεί με κάποια σταθερότητα, πράγμα το οποίο μπορεί να ονομαστεί "να διατηρεί κανείς τον εαυτό του στην κατάσταση, του να είναι παρών στον εαυτό του". Η κατάσταση αυτή δεν μας είναι φυσική, αλλά είναι δυνατόν να αναπτυχθεί κι αυτή με εργασία μελέτης του εαυτού, και κάθε φορά που εμφανίζεται μέσα μας, την αναγνωρίζουμε με μία ειδική εσωτερική συνειδητότητα, μια ειδική εσωτερική αίσθηση του εαυτού την οποία άπαξ και βιώσουμε δεν την ξεχνάμε.

Στην αρχή τίποτα από όλα αυτά δεν είναι για μας εφικτό. Οι στιγμές αυτές της παρουσίας, έστω και εάν εμφανιστούν μέσα μας κάτω από ορισμένες επιρροές, είναι σύντομες και σποραδικές, συχνά απέχουν μέρες η μία από την άλλη όταν ζούμε, όπως συνήθως, σε κατάσταση διεσπαρμένη χωρίς τη γνώση του τι είμαστε στο σύνολο μας. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι λησμονούμε τον εαυτό μας σχεδόν αδιάκοπα. Τα πράγματα μέσα μας συμβαίνουν -η ομιλία, το γέλιο, το αίσθημα, οι ρόλοι που παίζουμε- αλλά συμβαίνουν αυτόματα και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε εκεί. Το ένα μέρος γελά, το άλλο μιλάει, το άλλο δρα. Δεν αισθανόμαστε: μιλώ, δρω, γελώ, παρατηρώ. Κάτι που συμβαίνει με τον τρόπο αυτόν δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύνολο. Ζούμε μέσα στη λησμονιά του εαυτού μας, και τα πάντα συμβαίνουν χωρίς να αφήνουν ίχνος. Η ζωή ζει μόνη της, αλλά δεν υπάρχει "καρπός" γι' αυτόν που τη ζει. Η παρατήρηση του εαυτού είναι άχρηστη εάν τη θέση μου μπορεί να την πάρει ο κάθε παρατηρητής και εάν το υποκείμενο "Εγώ", δεν είναι εκεί να καταλάβει ενόσω συνεχίζει η παρατήρηση. Η ολοκληρωμένη και πιστή παρατήρηση του εαυτού θα απαιτούσε τη γενική παρουσία ενός πραγματικού και σταθερού Εγώ. Τέτοια παρουσία δεν είναι δυνατή για έναν άνθρωπο χωρίς μεγάλη εργασία πάνω στη γνώση του εαυτού• αλλά με μια προσπάθεια "να θυμηθεί κανείς τον εαυτό του" ακόμη και τώρα, ανά πάσα στιγμή είναι δυνατός ένας σχετικός βαθμός παρουσίας, ένας κάποιος συντονισμός όλων όσων μπορεί να συλλέξει κανείς μέσα του. Μόνον εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε την προσπάθεια αυτή μπορεί ταυτόχρονα να αρχίσει η πραγματική παρατήρηση του εαυτού. Επιπλέον, προσπαθώντας, ανακαλύπτουμε ότι χωρίς αυτήν, συνεχώς αλλάζουμε και ότι όλα όσα έχουμε συλλέξει διαλύονται με την παραμικρή, τυχαία αφηρημάδα. Στην πράξη τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για μας από το να είμαστε παρόντες, έχοντας αρκετή σταθερότητα για μια παρατήρηση.

Ο τελευταίος παράγοντας που υπεισέρχεται στην παρατήρηση του εαυτού είναι εκείνο το οποίο παρατηρώ μέσα μου. Αυτό είναι το αντικείμενο και το θεμέλιο της παρατήρησης μας, η οποία θα ήταν αδύνατη εάν το θεμέλιο αυτό εξαφανιζόταν συνεχώς από μπροστά μου. Εάν αναζητήσουμε μέσα μας αυτό το είδος του σταθερού θεμελίου πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνο το οποίο είναι πιο εύκολο να δούμε, το εξωτερικό μας, οι τρόποι δηλαδή που ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις της ζωής, καταρχήν εξαρτάται από τις ιδέες, τις ίδιες τις απαιτήσεις, και μόνον έμμεσα εξαρτάται από εμάς, ακόμα και όταν ο τρόπος αυτός μπορεί να επαναληφθεί. Συνεχώς αλλάζει και, στην πραγματικότητα, μας διαφεύγει τελείως. Αντίθετα, οι λειτουργικές δομές που μας επιτρέπουν να ανταποκριθούμε είναι πάντα παρούσες, αναλλοίωτες σε όλες τις περιστάσεις, αποτέλεσμα του τι είμαστε και αυτού που τις έχει κάνει η ζωή. Αλλά τις δομές αυτές (τις λειτουργίες μας, τις προσωπικότητες μας), έτσι που είναι δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Ο τρόπος που συμβαίνουν μέσα μας τα όσα συμβαίνουν, η αλληλεπίδραση των λειτουργιών και ο τρόπος που συνδέονται έτσι που να προκύπτουν οι προσωπικότητες μας και οι αντιδράσεις μας, όλα αυτά γίνονται στο σκοτάδι χωρίς να το γνωρίζουμε. Και αυτό που είμαστε συνήθως δεν μπορούμε να το δούμε με τις παρατηρήσεις μας, εκτός κι αν κάνουμε κάτι "ειδικό" για να το καταστήσουμε ορατό.

Οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να φτάσουμε στο είδος της παρατήρησης η οποία χρειάζεται για την αναζήτηση μας παρά μόνον εάν εμφανιστούν ταυτόχρονα οι τρεις ενεργητικοί παράγοντες που επιτρέπουν να γίνει η παρατήρηση - ένα "εγώ" το οποίο παρατηρεί, το πεδίο το οποίο παρατηρείται σε μια ολοκληρωμένη στιγμή της ζωής, και η προσοχή με δύο κατευθύνσεις η οποία τα συνοδεύει.

Οι ευκολότερες από τις ειδικές συνθήκες στις οποίες μπορεί να βασιστεί και οι οποίες κάνουν αυτού του είδους την εργασία δυνατή είναι οι διάφορες μορφές του αγώνα ενάντια στις αυτόματες εκδηλώσεις του εαυτού μου: οι προσωπικότητες αυτές είναι πάντα παρούσες. Με τον αγώνα αυτόν αρχίζουν όλοι οι δρόμοι για την ανάπτυξη του ανθρώπου, όποιοι κι αν είναι, είτε η μορφή που έχουν είναι αναγνωρίσιμη είτε δεν είναι. Αυτό είναι μια αναγκαιότητα η οποία συμφωνεί με τους γενικούς νόμους της εξέλιξης της ζωής.

Η παρατήρηση που έχει στόχο τη γνώση του εαυτού δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση στο νόμο αυτό. Στο απλούστερο επίπεδο αρχίζει με έναν αγώνα ενάντια στις κοινές συνήθειες οι οποίες μας κάνουν να εμφανιζόμαστε όπως φαινόμαστε πως είμαστε. Ο αγώνας αυτός, λόγω του ότι είναι άχρηστος για το άμεσο παρόν εξαιτίας της αδυναμίας του να αλλάξει όσα βρίσκονται εκεί -καθώς και το λάθος που κάνουμε, νομίζοντας ότι θα τα αλλάξει- και λόγω της εμμονής και της ενέργειας την οποία απαιτεί, είναι βαρετός, δύσκολος και εκνευριστικός. Κανείς δεν θα μπορούσε να νοηθεί να τον αναλάβει, παρά μόνον εάν έχει καταλάβει προς τα πού οδηγεί και θυμάται συνεχώς γιατί τον έχει αναλάβει. Όμως εάν το έχει καταλάβει, ή έστω, αν έχει κατ' αρχήν καταλάβει ότι είναι αναγκαίο γι αυτόν να υπακούσει σε τούτη την πειθαρχία, τότε ο αγώνας εναντίον των συνηθειών γίνεται αμέσως ένα προφανές μέσο να δει τον εαυτό του όπως είναι, και, χωρίς να έχει την επίγνωση, το πρώτο εργαλείο για να πετύχει την εσωτερική του μεταμόρφωση. Αφυπνίζει αυτή τη διπλή προσοχή που χρειάζεται και τον εξαναγκάζει να αντιμετωπίσει εκείνες τις συνθήκες οι οποίες τον κρατούν κοιμισμένο, αυτοματοποιημένο και απορροφημένο σε συνεχή λήθη του εαυτού του.

Οι συνήθειες μας και τα ασυνείδητα εξαρτημένα ανακλαστικά μας, αυτά που είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, είναι αναρίθμητα. Είναι τόσο σφικτά περιπλεγμένα που το ένα δεν ξεχωρίζει από το άλλο, κι έτσι μπορούμε να πούμε πως ο συνηθισμένος άνθρωπος είναι σαν κακοφτιαγμένο ύφασμα (εκτός ίσως όσον αφορά το ενστικτώδες μέρος του), μια τυχαία συρραφή συνηθειών και εξαρτημένων αντιδράσεων, μικρών και μεγάλων.

Στην αρχή, για να είναι δυνατόν να αγωνιστούμε ενάντια στις συνήθειες με τρόπο που να είναι καρποφόρος για την παρατήρηση του εαυτού, πρέπει να ασχοληθούμε με απλές συνήθειες που συνδέονται απευθείας με λειτουργίες τις οποίες έχουμε ήδη αναγνωρίσει ξεκάθαρα.

Η μελέτη του κινητικού κέντρου είναι χωρίς αμφιβολία η πιο εύκολη. Παρ' όλο που ο άνθρωπος, κάθε φορά, δεν μπορεί με το συνηθισμένο τρόπο να κάνει άμεσες παρατηρήσεις που να διαρκούν περισσότερο από μερικές στιγμές, η παρατήρηση, μπορεί να είναι αποτελεσματική με το να εναντιωθούμε στη μια μετά την άλλη σε όλες τις κινητικές συνήθειες που σχηματίζουν την υποδομή όλης της δραστηριότητας μας - ο τρόπος που βαδίζουμε, γράφουμε, οι χειρονομίες μας στο τραπέζι ή στη δουλειά μας, οι στάσεις του σώματος μας και τα λοιπά. Η κάθε συνήθεια αποτελείται από μικρότερες, οι οποίες εάν αλλοιωθούν σκόπιμα μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόβαθρο για την παρατήρηση του εαυτού. Το μήκος του βήματος μας, ο τρόπος που περπατούμε, ο τρόπος που κρατάμε το μολύβι, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το ένα χέρι αντί για το άλλο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ατέλειωτα παραδείγματα. Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος ο οποίος παρατηρεί τον εαυτό του σύντομα αντιλαμβάνεται ότι χωρίς να το γνωρίζει είναι περιορισμένος σε έναν σχετικά μικρό αριθμό κινητικών συνηθειών και τούτο είναι πολύ σημαντικό, αφ' εαυτού. Η μελέτη της νοητικής λειτουργίας είναι κάπως πιο δύσκολη. Ο άνθρωπος που προσπαθεί να δει αυτή τη λειτουργία διαπιστώνει ότι στην αρχή έχει πράγματι κάποια δύναμη να κατευθύνει τις σκέψεις του• μερικές φορές μπορεί να τη συγκρατήσει για λίγο στην κατεύθυνση που έχει επιλέξει. Αργά ή γρήγορα όμως, και συνήθως πολύ γρήγορα, του ξεφεύγουν και αποσπάται. Εκτός αυτού, στη συνηθισμένη του ζωή σπάνια χρησιμοποιεί τη δύναμη που έχει να κατευθύνει τις σκέψεις του• το μυαλό του δεν σταματά ποτέ να είναι γεμάτο από σκέψεις που δημιουργούνται αυτόματα, αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων, για τους οποίους ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι αυτόματες αντιδράσεις της νόησης στις διάφορες συνθήκες και ακολουθούν η μία την άλλη σε μία αλυσίδα συνειρμών. Και με τον ίδιο τρόπο που έχουμε φυσικές συνήθειες, έχουμε και συνήθειες του νου, συνηθισμένους τρόπους που σκεφτόμαστε, οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουμε, είναι και αυτοί λίγοι στον αριθμό.

Μια από τις πρώτες κατευθύνσεις της μελέτης της νοητικής λειτουργίας είναι ο αγώνας με αυτούς τους συνηθισμένους τρόπους σκέψης. Ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί ότι ο κάθε ειδικός τρόπος με τον οποίο σκέφτεται δεν είναι ο μοναδικός. Μπορεί να τους αμφισβητήσει και μπορεί να ψάξει για νέους τρόπους σκέψης, να εμβαθύνει σ' αυτούς, να τους καταλάβει και να καταλάβει την άποψη ότι δεν είναι δικοί του τρόποι. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση θα ανακαλύψει πολύτιμα πράγματα σχετικά με τον εαυτό του και τον τρόπο που σκέφτεται.

Άλλη κατεύθυνση στη μελέτη της λειτουργίας της νόησης είναι η παρατήρηση του εαυτού μας όταν η προσοχή μας αποσπάται. Η απόσπαση αυτή είναι μια σαφής ένδειξη της ανεπάρκειας του νοητικού μας κέντρου. Αρχίζουμε να διαβάζουμε, να μιλάμε, να ακούμε, και ξαφνικά αφαιρούμαστε. Εάν δεν επιθυμούμε να είμαστε διαρκώς αφηρημένοι σε σχέση με τους στόχους τους οποίους έχουμε αποφασίσει να επιδιώξουμε, πρέπει να γνωρίζουμε τι συμβαίνει μέσα μας και πώς αποσπάται η προσοχή μας. Η προσεκτική παρατήρηση -κι αυτή είναι δύσκολη διότι η διαδικασία είναι εξαιρετικά λεπτή- μας αποκαλύπτει δύο κύριες αιτίες: τη φαντασία και το όνειρο. Είναι και τα δύο παραδείγματα λανθασμένης λειτουργίας του νοητικού κέντρου και της τεμπελιάς του, εξαιτίας της οποίας προσπαθεί να αποφύγει κάθε προσπάθεια που θα απαιτούσε η εργασία για να είναι αποτελεσματική, η εργασία που έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση προς ένα καθορισμένο στόχο. Η φαντασία υπάρχει σε καθένα από τα κέντρα μας με μορφή μοναδική για το καθένα. Ακολουθεί από κοντά τη στιγμή που η πραγματική εργασία έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση• μετά από αυτήν η προσπάθεια εξασθενεί, η προσοχή ξεφεύγει, ο σκοπός χάνεται από μπροστά μας και η λειτουργία συνεχίζει μέσα στο ίδιο κέντρο χωρίς καμία απολύτως σύνδεση με την εργασία την οποία έχουμε αναλάβει ή με τα άλλα κέντρα, εκτός από το να δέχεται άχρηστες και άσκοπες, δηλαδή φανταστικές, εντυπώσεις από τη ζωή, κατασκευασμένες αποκλειστικά για να ικανοποιήσουν τη λειτουργία και όχι για να εκφράσουν αποτελεσματικά την πραγματικότητα. Στις διεργασίες αυτής της φύσης, που στρέφουν τον άνθρωπο μακριά από τις επιταγές της ζωής και λίγο πολύ τις υποκαθιστούν, ένα κέντρο μπορεί να συμμετέχει μόνο του ή μαζί με άλλα.

Η φαντασία και η ονειροπόληση είναι το αντίθετο από τη χρήσιμη δραστηριότητα του μυαλού, δηλαδή μια δραστηριότητα συνδεδεμένη με έναν ξεκάθαρο στόχο. Για να τις παρατηρήσει και να τις γνωρίσει ο άνθρωπος πρέπει να αναλάβει να αγωνιστεί ενάντια τους περιορίζοντας τον εαυτό του σε στόχους οι οποίοι είναι ακριβείς, συγκεκριμένοι και σαφώς προσδιορισμένοι.

Άπαξ και ο άνθρωπος αναλάβει τον αγώνα αυτόν σύντομα αντιλαμβάνεται ότι το ονειροπόλημα είναι πάντοτε μια άχρηστη μορφή ονείρου, κάτι που καταλαβαίνουμε για μια διασκεδαστική στιγμή όταν μας φέρνει ευχάριστα αισθήματα, αλλά κάτι που είναι μακάβριο και αυτοκαταστροφικό όταν δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς που φέρνουν στενοχώρια, από τους οποίους ο πιο συνηθισμένος είναι το να λυπάται κανείς τον εαυτό του. Αντιλαμβάνεται κανείς επίσης ότι η αξία που αποδίδουμε στη φαντασία δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο, διότι είναι μια καταστρεπτική λειτουργία την οποία ποτέ δεν μπορεί να ελέγξει. Τον παρασύρει σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις, άσχετες με τους συνειδητούς στόχους του. Αρχίζει να φαντάζεται κάτι επειδή του προκαλεί ευχαρίστηση, και πολύ σύντομα αρχίζει να πιστεύει αυτά που φαντάζεται, τουλάχιστον εν μέρει, και αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί. Αυτό το είδος της φαντασίας οπωσδήποτε δεν είναι εκείνη η δημιουργική λειτουργία η οποία σωστά θεωρείται πως έχει ανυπολόγιστη αξία. Στην πραγματικότητα είναι καταστρεπτική, μια εκφυλισμένη γελοιογραφία μιας υψηλότερης λειτουργίας, της λειτουργίας της πραγματικής δημιουργικής φαντασίας ή της ενσυνείδητης σύλληψης που είναι σύμφωνη με μια αντικειμενική γνώση στοιχείων και νόμων, την οποία ο κοινός άνθρωπος δεν κατέχει. Αλλά με τις φαντασιώσεις και τα ονειροπολήματα ο άνθρωπος εξαπατά τον εαυτό του ότι κατέχει την υψηλότερη αυτή λειτουργία. Εάν παρατηρεί τον εαυτό του αμερόληπτα αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ψευδαίσθηση αυτή και το ότι λέει ψέματα στον εαυτό του, και καταλαβαίνει ότι πράγματι το ονειροπόλημα και η φαντασία είναι από τα κύρια εμπόδια για να παρατηρήσει τον εαυτό του και να τον δει όπως είναι στην πραγματικότητα. Αυτό είναι το πιο επώδυνο πράγμα για τον άνθρωπο• είναι, συμβολικά, η πτώση του 'Ίκαρου.

Μια τρίτη κατεύθυνση της νοητικής μας λειτουργίας, που στην προκειμένη περίπτωση αφορά τη συνδυασμένη λειτουργία της νόησης και άλλων κέντρων, είναι η παρατήρηση της συνήθειας που έχουμε να μιλάμε χωρίς λόγο. Η γλώσσα που μιλάμε είναι νοητικό υλικό το οποίο περισυνελέγη από την κοινωνική ζωή και καταγράφηκε στο κινητικό κέντρο, ένα εργαλείο το οποίο το κέντρο αυτό βάζει στη διάθεση των άλλων κέντρων ώστε μέσα απ' αυτό να μπορούν να εκφράζονται και να επικοινωνούν. Το να μιλά κανείς και το να εκφράζεται είναι αναγκαίο - η ζωή είναι ανταλλαγή• αλλά πέρα από την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, η ομιλία γρήγορα γίνεται συνήθεια. Γίνεται συνήθεια από την παιδική ηλικία, όταν τα μωρά διδάσκονται να μιλούν μόνο και μόνο για να μιλούν και όχι για να εκφραστούν. Αργότερα μας μαθαίνουν να μιλάμε όμορφα για τα πάντα και για το τίποτα. Και δεν κατανοούμε ότι έτσι είμαστε. Ενώ έχουμε να πούμε ελάχιστα, εμείς μιλάμε πολύ. Η ομιλία μπορεί να γίνει και βίτσιο. Υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε συνεχώς - παντού και πάντα, για οτιδήποτε, ακόμα και στον ύπνο τους και ακόμα και όταν δεν είναι κανείς εκεί μιλάνε μόνοι τους.

Ο αγώνας ενάντια στη συνήθεια της ομιλίας, την οποία λίγο πολύ όλοι έχουμε, είναι επίσης και ένας εξαιρετικός τρόπος παρατήρησης του εαυτού, που τον έχουμε κάθε στιγμή στη διάθεση μας• ο κανόνας της σιωπής αποτελεί μέρος ορισμένων μοναχικών μεθόδων. Ο αγώνας με τη συνήθεια της ομιλίας, ενάντια σε όλες τις λέξεις που δεν είναι αναγκαίες, μας εξαναγκάζει να δούμε αυτό που ξεσηκώνεται μέσα μας και χρησιμοποιεί τη γλώσσα, και με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κάνουμε σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με το πώς είμαστε φτιαγμένοι. Η μελέτη της λειτουργίας του συναισθήματος, έστω και εάν φτάσουμε μέχρι αυτήν έμμεσα, από τις κοινότυπες συναισθηματικές μας συνήθειες, ίσως είναι ακόμη πιο δύσκολη από τη μελέτη του νοητικού κέντρου, διότι μόλις προσπαθήσουμε να την παρατηρήσουμε πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν μπορούμε να τη συγκρατήσουμε. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε στα συναισθήματα μας. Παρ' όλο που είναι διαρκώς παρόντα, τα βλέπουμε μόνον όταν είναι πιο έντονα από ό,τι συνήθως. Τότε τα αποκαλούμε "αισθήματα". Αλλά ένα πραγματικό αίσθημα θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν ζούμε παρά μόνο με αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις, αισθήματα τα οποία διαδέχονται ταχύτατα το ένα το άλλο κάθε στιγμή της ζωής μας και σε κάθε περίσταση είναι η αιτία να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει κάτι, κάτι να μας έλκει ή να μας απωθεί. Αυτό δεν το βλέπουμε, όπως δεν γνωρίζουμε γιατί κάτι μας έλκει ή μας απωθεί, γιατί δεχόμαστε κάτι και σε κάτι άλλο αντιδρούμε• όλα αυτά συμβαίνουν μέσα μας αυτόματα. Ο άνθρωπος που επιθυμεί να παρατηρήσει τον εαυτό του το βλέπει αυτό στιγμιαία μόνο, και τέτοιες στιγμές εν γένει εκπλήσσεται δυσάρεστα. Δεν έχει καμία διάθεση να παρατείνει την εμπειρία και εάν πιέσει τον εαυτό του να το κάνει, μπορεί να δημιουργήσει μέσα του σοβαρά επακόλουθα, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι επικίνδυνα, διότι παίρνουμε πολύ στα σοβαρά αυτές τις αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις. Η ορθή παρατήρηση των συνηθειών της συναισθηματικής μας λειτουργίας θέτει υπό αμφισβήτηση όλα αυτά τα οποία είμαι και με αναγκάζει να δω τι αντιπροσωπεύουν οι αξίες στις οποίες είμαι προσκολλημένος και εν ονόματι των οποίων ζω. Αυτό αγγίζει ακριβώς τις ίδιες τις δυνατότητες της εξέλιξης του ανθρώπου. Για να αναλάβει κανείς μία τέτοια εργασία χωρίς να αλλοιώσει ή να καταστρέψει για πάντα αυτές τις δυνατότητες, πρέπει πρώτα να έχει αφυπνισθεί μέσα του ένα "αίσθημα" μιας εντελώς διαφορετικής τάξης.

Υπάρχει όμως μια περιοχή στην οποία ο άνθρωπος ο οποίος επιθυμεί να παρατηρήσει τον εαυτό του δεν διακινδυνεύει τίποτα. Μπορεί να αρχίσει να αγωνίζεται με συναισθηματικές συνήθειες που θα του δείξουν μια ολόκληρη άποψη των συνηθειών της συναισθηματικής του λειτουργίας - ο αγώνας αυτός είναι η προσπάθεια να μην επιτρέπει στον εαυτό του να εκδηλώνει δυσάρεστα συναισθήματα. Όταν κάποιος παρατηρεί τον εαυτό του πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι σε θέση να παρατηρήσει τίποτα αμερόληπτα• αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα όσα βλέπει στον εαυτό του, αλλά ισχύει επίσης και για τα όσα βλέπει εξωτερικά. Έχει ένα "αίσθημα" προσωπικό για το κάθε τι: "αυτό μου αρέσει", "αυτό δεν μου αρέσει", "δεν με νοιάζει". Αλλά ενώ μπορεί εύκολα να αποφύγει να εκφράσει την αδιαφορία του ή τη συμφωνία του με κάτι, του είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγει να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό συνήθως γίνεται εύκολα και συχνά εκλαμβάνεται ακόμα και ως δείγμα ειλικρίνειας. Η αρνητική εντύπωση την οποία δέχεται στην περίπτωση αυτή εκφράζεται με κάποια έντονη μορφή, περιφρόνηση ή κατάθλιψη -θυμός, ζήλια, υποψία, στενοχώρια, φόβος, λυπάται τον εαυτό του και τα λοιπά. Σε όλες αυτές τις μορφές κάποια έκφραση προσωπικής άρνησης αντικαθιστά την απλή έκφραση η οποία πηγάζει από την ακριβή αντίληψη των γεγονότων όπως αυτά είναι. Οι μορφές αυτές μαρτυρούν την ανικανότητα μου να κρατήσω για τον εαυτό μου τα προσωπικά μου προβλήματα και την τάση που έχω να τα αφήνω να ξεχυθούν στο περιβάλλον μου με σκοπό να μην "αισθάνομαι μόνος μου" - να κάνω τους άλλους να τα μοιραστούν και με τον τρόπο αυτόν να προσπαθήσω να τα ξεφορτωθώ. Αυτό είναι ένα δείγμα της δικής μου αδυναμίας, η ανικανότητας μου να δεχτώ τον εαυτό μου και τα πράγματα όπως είναι, και ταυτόχρονα είναι μια τεράστια και άχρηστη απώλεια ενέργειας την οποία επιβάλλω γύρω μου με μια αλυσιδωτή αντίδραση που εξαπλώνεται και πολλαπλασιάζει την αρνητικότητα. Αυτή λοιπόν είναι μία από τις λίγες συναισθηματικές διαδικασίες που μπορεί κανείς να σταματήσει χωρίς να διακινδυνεύει να έχει βλαβερές επιπτώσεις (διότι αυτό που πρέπει να συγκρατηθεί είναι η εξωτερική έκφραση και όχι τα ίδια τα συναισθήματα), η πάλη αυτή επ' ουδενί δεν ανατρέπει την εσωτερική ισορροπία. Απλώς έχει να κάνει με την οικονομία μιας σημαντικής ποσότητας ενέργειας, η οποία θα χανόταν εντελώς εάν ξοδευόταν εξωτερικά, η οποία όμως, εάν διασωθεί με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Ταυτόχρονα επιτρέπει στον παρατηρητή να ανακαλύψει στον εαυτό του μια εντελώς νέα άποψη της συναισθηματικής διαδικασίας με την οποία σήμερα ζει.

Έτσι η πάλη με τις αυτόματες συνήθειες που έχουν παγιωθεί σε κάθε ένα από τα κέντρα μας μπορεί να είναι η βάση για τα πρώτα στάδια της παρατήρησης του εαυτού, ακριβώς όπως αργότερα ένα άλλο είδος πάλης θα είναι απαραίτητο για να χρησιμεύσει ως βάση για την εμφάνιση μιας "παρουσίας" ένα άλλο είδος πάλης -η πάλη με τον ίδιο τον εαυτό (ανάμεσα στις δύο πλευρές του ανθρώπου)- και ακόμα αργότερα θα είναι απαραίτητος για την πνευματικοποίησή του ο αγώνας μεταξύ του ναι και του όχι (δηλαδή μεταξύ των δύο φύσεων του ανθρώπου). Η ιστορία της απελευθέρωσης του ανθρώπου είναι μια συνεχής πάλη ενάντια σε μορφές μηχανικότητας που γίνονται όλο και πιο αδιόρατες, και όλα αυτά αρχίζουν στο επίπεδο των συνηθειών με τον αγώνα να φτάσει κανείς σε πραγματική παρατήρηση του εαυτού.

Όταν ένας άνθρωπος παρατηρήσει τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν θα διαπιστώσει ότι η παρατήρηση φέρνει μια αλλαγή στην εσωτερική του ζωή και στις διαδικασίες που πηγάζουν από αυτήν.

Η παρατήρηση του εαυτού όπως την εφαρμόσαμε απαιτεί να παρατηρήσω, πρέπει να γίνει κάποιος διαχωρισμός του εαυτού μου σε δύο μέρη. Αμέσως ανακύπτει ένα ερώτημα: "ποιος παρατηρεί και ποιος παρατηρείται;" Ταυτόχρονα ο διαχωρισμός αυτός δημιουργεί την αφετηρία της συνειδητότητας μιας επίγνωσης κάτω από το φως της οποίας "εγώ" αρχίζω να αναρωτιέμαι ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός μου, τι είναι "ειλικρινές" και τι δεν είναι. Μ' αυτήν την εσωτερική επίγνωση και με το φως που προβάλλει, εμφανίζονται όπως είναι οι διαδικασίες που μέχρι τώρα γίνονταν στο σκοτάδι και για άλλη μια φορά αναρωτιέμαι γι αυτές σε σχέση με αυτό που ανακαλύπτω πως είμαι. Και η ειλικρινής αυτή εξέταση, καθώς εξακολουθεί κάτω από το φως μιας επεκτεινόμενης αυτοσυνειδητότητας, είναι η ίδια η ζύμωση που θα κάνει δυνατές όλες τις περαιτέρω αλλαγές. Η παρατήρηση του εαυτού είναι αυτή καθ' εαυτή ένα εργαλείο για την αφύπνιση σε ένα άλλο επίπεδο ζωής και, επομένως, ένα μέσο μεταμόρφωσης. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του, χωρίς να το γνωρίζει επιταχύνει μέσα του την εμφάνιση των τριών δυνάμεων οι οποίες, ανεξάρτητα και σε συνδυασμό, είναι η πρώτη ένδειξη μιας σταθερής ανάπτυξης του εαυτού, δηλαδή η ανάπτυξη μιας ατομικότητας προικισμένης με μια αυτόνομη παρουσία. Το τι θα είναι αυτές οι "αλλαγές", ίσως να μην έχει καμία σχέση με όσα πιθανόν να νομίσει κατ' αρχήν ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του. Στην έκταση στην οποία παρατηρεί τον εαυτό του και αυξάνει η γνώση του εαυτού του, βαθμιαία αντιλαμβάνεται το πόσο ολοκληρωτικά μηχανική είναι η συνηθισμένη ζωή και το ότι δεν την εξουσιάζει καθόλου, έτσι ώστε καμία άμεση αλλαγή δεν είναι δυνατή γι αυτόν. Οι μηχανικές διαδικασίες είναι αυτές που είναι και ούτε η παρατήρηση ούτε η ανάλυση τους δεν μπορούν να επιφέρουν τίποτα.

Σιγά σιγά καταλαβαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στις διαδικασίες αυτές δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη, και ότι η πραγματική αλλαγή, ή καλύτερα η μεταμόρφωση, μπορεί να γίνει μόνον όταν ξεπεράσει τις συνηθισμένες αυτές διαδικασίες αναπτύσσοντας ένα εσωτερικό ον το οποίο θα είναι πραγματικά ο εαυτός του.

Από τη στιγμή αυτήν εμφανίζεται ένα τελείως διαφορετικό ερώτημα και η εργασία αποκτά ένα νέο νόημα - να διευκολύνει αυτή την ανάπτυξη ενός νέου όντος μέσα του. Τότε δεν αρκεί πλέον να δει τον εαυτό του με τον τρόπο που προσπάθησε προηγουμένως. Με την πρώτη ένδειξη ότι η γνώση του εαυτού έχει βαθμιαία αντικαταστήσει το απλούστερο είδος της παρατήρησης του εαυτού, η ένδειξη της παρουσίας στον εαυτό αντικαθιστά τις παλαιότερες υπομνήσεις να θυμηθεί κανείς τον εαυτό του.

Αυτός που παρατηρεί τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν διαπιστώνει γρήγορα ότι με τον τρόπο που ζει στην καθημερινή του ζωή, ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του (δηλαδή της ουσίας του, του είναι του) είναι αυτός ο ίδιος (δηλαδή η προσωπικότητα του). Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μας όπως είμαστε, το κύριο εμπόδιο στο να είμαστε ο εαυτός μας. Η προσωπικότητα, διαμορφωμένη από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, παρεισφρέει διαρκώς και εμποδίζει την έκφραση του είναι μας. Οι λειτουργίες, με την υποστήριξη του σώματος, βρίσκονται στην υπηρεσία των χαρακτήρων που έχουμε αποκτήσει και όχι του εσωτερικού μας είναι, του πραγματικού μας εαυτού ο οποίος δεν μπορεί πια να μας κάνει να τον ακούσουμε.

Αλλά είναι απαραίτητο να βεβαιωθεί κανείς γι' αυτό, ως αποτέλεσμα εκτεταμένης αμερόληπτης παρατήρησης και αναρίθμητων επιβεβαιώσεων που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες. Τίποτα δεν είναι περισσότερο επίμονο από την -ψεύτικη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, και παίρνει πολύ χρόνο, πολλές αυταπάτες και πολλές ειλικρινείς παρατηρήσεις, πριν να αρχίσει ο άνθρωπος να το καταλαβαίνει αυτό και να δει τον εαυτό του όπως είναι. Όταν κανείς μπορέσει να δει πραγματικά, καταλαβαίνει ότι τα πάντα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Εάν ένας άνθρωπος επιθυμεί πράγματι να είναι ο εαυτός του αντί οι λειτουργίες του να χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από μία πανίσχυρη προσωπικότητα η οποία δεν ενδιαφέρεται για το αδύναμο είναι του, πρέπει ακριβώς να προσανατολίσει εκ νέου και να αναπτύξει το είναι του μέχρις σημείου που να μπορεί αυτό να πάρει την κύρια θέση. Αυτό πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση των λειτουργιών που θα ελευθερωθούν από την κυριαρχία του προσωπείου, και να χρησιμοποιήσει όπως πρέπει τους χαρακτήρες που μέχρι τη στιγμή αυτή είχαν οικειοποιηθεί τη θέση του.

Όταν εμφανιστεί στον άνθρωπο το όραμα αυτό του εαυτού του, αρχίζει να καταλαβαίνει την σημασία της πραγματικής εργασίας στον εαυτό του και παίρνει μια γεύση της πρώτης φάσης από την δυνατή του εξέλιξη.

Ετικέτες

Για συμμετοχή στις ομάδες εργασίας ή άλλες απορείες σχετικά με την λειτουργία μας, επικοινωνήστε με τον διαχειριστή της ομάδας του facebook "ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ ΑΝΑΖΗΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Δημήτρη Λεοντσίνη


Αν δεν είστε μέλος σας προτείνουμε να γίνετε.


find us on facebook

Τι είναι το "Ινστιτούτο Γκούρτζιεφ Ελλάδος"

Το Ινστιτούτο Γκουρτζιεφ Ελλάδος προσπαθεί να συνεχίσει την  "Εργασία στον Εαυτό", όπως αυτή μεταδίδεται από τους αμέσους μαθητές του Γεωργίου Γκούρτζιεφ...

περισσότερα...