Ινστιτούτο Γκουρτζίεφ
Υπάρχουν όντως δύο είδη αυτοπαρατήρησης: η αναλυτική και η απλή καταγραφή εντυπώσεων.
Η αυτοανάλυση ή ενδοσκόπηση είναι η συνηθισμένη μέθοδος που εφαρμόζεται στην σύγχρονη ψυχολογία (αν και στις μέρες μας υπάρχουν και σχολές ψυχολογίας που την αποφεύγουν). Με την μέθοδο αυτή κάθε παρατηρούμενο γεγονός θεωρείται από μόνο του και χρησιμεύει σαν βάση για διανοητική ανάλυση, με μορφή ερωτήσεων σχετικά με τις αιτίες του, τις σχέσεις του και τις εντυπώσεις του. Τι το προξένησε ; γιατί έγινε αυτό ; Το παρατηρούμενο γεγονός λαμβάνεται σαν κέντρο βάρους της αναζήτησης και οι άλλοι παράγοντες κατατάσσονται σε σχέση με αυτό και όχι σε σχέση με το σύνολο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος σαν σύνολο, παρόλο που δεν αγνοείται, τοποθετείται σε δεύτερη θέση. Αλλά η ανάλυση ενός απομονωμένου φαινομένου, χωρισμένη από το περιεχόμενό της και μακριά από γενικούς νόμους, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και είναι απλώς ένα χάσιμο χρόνου.
Επί πλέον, ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν αρχίζει να ψάχνει για απαντήσεις γι' αυτά που βλέπει, έπειτα αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις απαντήσεις και τις επιπτώσεις τους και σύντομα χάνει από μπρος του την αρχική του πρόθεση που ήταν να παρατηρήσει τον εαυτό του κι όχι να δίνει ερμηνείες γι’ αυτά για τα οποία δεν έχει ακόμα το αναγκαίο υλικό. Έτσι αναπτύσσεται μία ολόκληρη διαδικασία γύρω από την αυτοπαρατήρηση που την υποβαθμίζει και τελικά καταλήγει να την λησμονήσει.
Ο άνθρωπος που αναλύει τον εαυτό του με τον τρόπο αυτό όχι μόνο δεν προοδεύει προς την αυτογνωσία, αλλά φτάνει στο να μεγαλοποιήσει τις ιδέες και τις φαντασιώσεις που έχει για τον εαυτό του οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις γίνονται τα χειρότερα εμπόδια για να προσεγγίσει αυτή την γνώση... και έτσι απομακρύνεται από αυτό για το οποίο έψαχνε.
Ένα άλλο πολύ άσχημο αποτέλεσμα αυτής της αναλυτικής μεθόδου είναι ότι επιτρέπει τις αυθαίρετες διαιρέσεις των λειτουργιών του ανθρώπου που μελετά τον εαυτό του με τον τρόπο αυτό. Όποια λειτουργία είναι πρωτεύουσα (σχεδόν πάντα η διανόηση) ξεχωρίζει από τις άλλες λειτουργίες και τις βλέπει με τον δικό της τρόπο, και συχνά αξιολογεί ή κρίνει όλες τις άλλες σαν να τις κατανοούσε. Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί παρά να αυξήσει την κυριαρχία μιας λειτουργίας πάνω στις άλλες και δεν κάνει τίποτα για να τις εξισορροπήσει. Έτσι ενισχύεται άμεσα ή εσωτερική αποσύνδεση και σύγκρουση.
Η αναλυτική μέθοδος μπορεί να είναι χρήσιμη πάρα πολύ αργότερα, ίσως για να εκβαθύνει στην γνώση κάποιου συγκεκριμένου στοιχείου αφού έχει να κανείς αποκτήσει αρκετά την αίσθηση του συνόλου στο οποίο ανήκει, και τούτο χωρίς να λησμονηθεί η εικόνα του συνόλου αυτού. Αλλά για να φτάσει κανείς στην αυτογνωσία και να επιτρέψει να λάβει χώρα μία αρμονική εξέλιξη, η αυτοπαρατήρηση δεν πρέπει, με οποιοδήποτε πρόσχημα να είναι μία ανάλυση ή μια προσπάθεια για ανάλυση.
Στην αρχή μόνο η μέθοδος της αποτύπωσης εντυπώσεων μπορεί να οδηγήσει στον υπ' όψη σκοπό. Καμία παρατήρηση δεν έχει πραγματική αξία για την αυτογνωσία εκτός εάν ιδωθεί σε σχέση με την όλη δομή του παρατηρητή, και συνδεθεί με όλα εκείνα τα στοιχεία και τους νόμους με τους οποίους σχηματίζεται αυτή η δομή, (και μάλιστα) όχι μόνο όπως αυτή είναι τώρα, αλλά και όπως πρόκειται να γίνει, δηλαδή μέσα στην κίνηση και τη ζωή του συνόλου. Ενώ λαμβάνουν χώρα οι «διεργασίες» αυτές δεν πρέπει ούτε προς στιγμήν να χάσει κανείς την θέα του συνόλου. Είναι το μόνο που ενδιαφέρει και πρέπει να παραμείνει το κέντρο βάρους.
Για τον λόγο αυτό πρέπει να παραμεριστούν όλα τα αποτελέσματα παλιότερων εμπειριών αυτοπαρατήρησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να τις αποβάλλει συστηματικά, διότι δεν μπορεί να ζήσουμε χωρίς αυτές, και παρεμπιπτόντως μπορεί μέσα τους να βρίσκονται πολύτιμα στοιχεία. Αλλά όλο αυτό το υλικό έχει συγκεντρωθεί από τις ατελείς ή εσφαλμένες ιδέες που έχει κανείς για τον εαυτό του και τις διάφορες υποδιαιρέσεις του, με αποτέλεσμα το υλικό αυτό με την σημερινή του μορφή να μην μπορεί να χρησιμέψει στην εργασία που αναλαμβάνουμε. Ό,τι έχει πιθανόν αξία σε αυτό το υλικό θα γίνει διαθέσιμο αργότερα, σε κατάλληλο χρόνο και θα τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση.
Η ορθή αυτοπαρατήρηση που κατευθύνεται προς την αυτογνωσία είναι κατ’ αρχήν δυνατή μόνον όταν έχουν προετοιμαστεί πολύ ακριβείς συνθήκες.
Για να αρχίσει κανείς (την ορθή αυτοπαρατήρηση) χωρίς αυτή να είναι καταστρεπτική, πρέπει πρώτα να του δοθούν σαν εφόδια ορισμένα στοιχεία που αναγκαστικά στη φάση αυτή θα είναι διανοητικά. Η πρώτη εργασία για όποιον επιθυμεί πραγματικά να παρατηρήσει τον εαυτό του είναι να επαληθεύσει τις πληροφορίες αυτές με την δική του εμπειρία όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να μην δεχτεί σαν αληθινό τίποτα που δεν έχει πιστοποιήσει μόνος του με τον τρόπο αυτό.
Τα αναγκαία αυτά στοιχεία είναι πληροφορίες που αφορούν την ίδια την δομή του ανθρώπινου όντος, τον τρόπο λειτουργίας του, και τους πιο άμεσους δυνατούς μετασχηματισμούς. Πρέπει αυτά να παρουσιαστούν σε μορφή αρκετά ολοκληρωμένη ώστε να χρησιμεύσουν σαν πλαίσιο και σαν σκαλωσιά για αυτό που αργότερα θα γίνει πραγματική γνώση του Εαυτού.
Καθώς συνεχίζεται αυτή η εργασία της επαλήθευσης των πληροφοριών, ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί τον εαυτό του αποτυπώνοντας απλώς εντυπώσεις χωρίς να κρίνει ή να αλλάζει τίποτα, σαν να μην ήξερε καθόλου τον εαυτό του και σαν να μην τον είχε παρατηρήσει ποτέ προηγουμένως....προσπαθώντας μόνο να δει σε ποιο «κέντρο» ή ομάδα «κέντρων» ανήκουν τα παρατηρούμενα φαινόμενα, με ποιες λειτουργίες συνδέονται, και με ποιο επίπεδο των λειτουργιών αυτών.
Μόλις κάποιος κάνει τα βήματα αυτά, διαπιστώνει ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια και ότι δεν υπάρχει τελικά ελπίδα να τα υπερπηδήσει εάν πρώτα δεν τα δει όπως ακριβώς είναι.
Είναι επίσης προφανές ότι για μια τέτοια εργασία απαιτείται η ενέργεια, ο χρόνος και οι ειδικές συνθήκες. Πως να βρούμε την ενέργεια αν δεν βεβαιωθούμε σε ποιες δυνάμεις μπορούμε να υπολογίζουμε -στο περιβάλλον και μέσα μας- και μετά αν δεν αναλογιστούμε πώς να βρούμε τον χρόνο και τις απαραίτητες συνθήκες ;
Δεν υπάρχει καμία σχεδόν πιθανότητα για έναν άνθρωπο μόνο του να επιλύσει τις τόσες πολλές και διάφορες δυσκολίες, όσο καλές και εάν είναι οι αρχικές του προθέσεις.
Πολύ σύντομα χρειάζεται δύο είδη βοήθειας. Αφ’ ενός χρειάζεται την εσωτερική βοήθεια που μόνο η αυτοπαρατήρηση μπορεί να φέρει. Εκτός από όσα του επιτρέπει να δει για τον τρόπο με τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι, σύντομα του δείχνει ότι ένα τμήμα του συνόλου του λειτουργεί λανθασμένα (και συχνά καταλαμβάνει όλoτον χώρο). Η θεώρηση αυτής της κατάστασης, για έναν άνθρωπο που επιδιώκει να είναι ολοκληρωτικά ο εαυτός του, γεννά μια επιθυμία για ορισμένες αλλαγές και για μετασχηματισμό. Η θέα αυτή και η επιθυμία αλλαγής που ξυπνά είναι η κύρια δύναμη στην οποία βασίζεται όλη μελλοντική εργασία. Αλλά η εσωτερική αυτή βοήθεια, ως σύμμαχος αυτός μέσα μας δεν μπορεί να είναι αρκετός. Αντίθετα με αυτό που συνήθως πιστεύεται, ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να γνωρίζει τί χρειάζεται να αλλαχτεί ούτε πώς να το αλλάξει.
Αφ’ ετέρου χρειάζεται βοήθεια απέξω, να βρει δηλαδή μια σχολή όπου να υπάρχουν πραγματικά οι συνθήκες εκείνες (περί των οποίων ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα) που θα επιτρέψουν την αλλαγή που επιθυμεί και την συνέχιση της επιδίωξης του σκοπού του.
Για τον άνθρωπο που έχει την συναίσθηση της κατάστασης του, το να βρει μια σχολή, του γίνεται μια πιεστική ανάγκη.