Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Ας δούμε τώρα εάν μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι η παρατήρηση του εαυτού όταν γίνεται με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με σκοπό να αποκτήσουμε γνώση του εαυτού και να πλησιάσουμε τη Μεγάλη Γνώση.

Στις περισσότερες παραδόσεις λέγεται, με διάφορους τρόπους, πως η Αλήθεια βρίσκεται πέρα από τον κόσμο των φαινομένων, ή μέσα σε αυτόν, και πως η θέαση της Αλήθειας ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αβεβαιότητα, την αμφιβολία και την εσωτερική σύγκρουση. Οπωσδήποτε όμως αισθανόμαστε πως πρώτα απ' όλα πριν μπορέσουμε να δούμε την εσωτερική αλήθεια του κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε, πριν διαλύσουμε τις αμφιβολίες αυτές, και τις εσωτερικές διαμάχες, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε μαθαίνοντας πως μπορούμε να στραφούμε προς τον εαυτό μας και να κοιτάξουμε μέσα μας.

Είναι προφανές πως δεν μας είναι αυθόρμητος αυτός ο τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, ή έστω την εσωτερική κίνηση που κάνει κάτι τέτοιο εφικτό. Διαρκώς και συνεχώς αισθανόμαστε πως μας έχει παρασύρει η ακαταστασία της εξωτερικής αναταραχής και πέφτουμε θύματα των αμφιβολιών, των συγκρούσεων και των φαντασιώσεων που στέκονται εμπόδιο για να δούμε αμερόληπτα αυτό που είμαστε. Για άλλη μια φορά πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να νιώσουμε μια πραγματική ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε αυτή τη σύγχυση. Διότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει πως είναι δύσκολο να εγκαταλείψει την εντύπωση για τη ζωή που του δίνουν αυτές οι συγκρούσεις και η αναταραχή, και δεν θέλει να δει ότι αυτά δεν τον οδηγούν σε τίποτα εποικοδομητικό. Καμία δε απολύτως εξέλιξη δεν είναι δυνατή για αυτόν όσο προτιμά να παραμένει όπως είναι (ακόμα και εάν δεν νιώθει πολύ άνετα καθώς μπορούμε εύκολα να ανεχτούμε λίγη στενοχώρια).

Η πρώτη παρατήρηση του εαυτού μας, την οποία μας προσφέρουν οι απαιτήσεις της ζωής, είναι οπωσδήποτε αυτή η ανάγκη να αλλάξει κάτι μέσα μας. Άλλοτε απότομα ή βίαια, και άλλες φορές βαθμιαία, ως αποτέλεσμα κάποιας ανάγκης, ενός ερωτήματος ή μιας εσωτερικής απαίτησης. Συχνά η ίδια η επιθυμία του ανθρώπου για κάποια μελλοντική εξέλιξη, και η δύναμη της εμμονής του γι' αυτήν, εξαρτάται από την ποιότητα, την ένταση και τη δύναμη αυτής της παρατήρησης.

Ο άνθρωπος μπορεί να αρχίσει εργασία πάνω στον εαυτό του από τη στιγμή που αναγνωρίσει πως κάτι πάει στραβά ή πως κάτι του λείπει και επομένως πως κάτι πρέπει να αλλάξει. Και το πρώτο ερώτημα που γεννιέται στον άνθρωπο αυτόν, είναι το πώς θα αρχίσει την εργασία, που θα του δώσει τη δύναμη να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι.

Βλέπουμε ολόκληρο τον κόσμο μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας και ο εαυτός μας δεν έχει νόημα παρά μόνον ως μέρος του κόσμου. Την ίδια στιγμή που αισθανόμαστε πως είμαστε το κέντρο ενός κόσμου τον οποίο βλέπουμε από τη δική μας σκοπιά, για τον κόσμο αυτόν δεν είμαστε παρά ένα τίποτα - ούτε καν κόκκος άμμου.

Η μελέτη μπορεί να αρχίσει από τη μία πλευρά ή από την άλλη, και η πρώτη μας παρόρμηση είναι να αρχίσουμε με τη μελέτη του γύρω μας κόσμου. Αλλά στον κόσμο αυτόν, που είμαστε ένα τίποτα, μας λείπουν, επίσης, και οι δυνατότητες• δεν έχουμε τίποτα με το οποίο να μπορούμε να δούμε το άπειρο του ή την αιωνιότητα του. Είμαστε χαμένοι στο μέγεθος του, το οποίο ξεπερνά κάθε μας αίσθηση, και, εάν θέλαμε να φτάσουμε στη σύνθεση όλων των πραγμάτων, θα χανόμασταν σε μία προσπάθεια ανάλυσης που ολόκληρη η ζωή μας δεν φτάνει για να ολοκληρώσει ή να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε σε όλο της το πλάτος. Ακόμα και εάν φτάναμε σε αυτή τη σύνθεση, θα ήταν πάλι απαραίτητο να συμπεριλάβουμε σ' αυτή τον εαυτό μας και να προσδιορίσουμε μέσα της τη σωστή μας θέση. Εντούτοις αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα η επιστήμη, με την ατέρμονη ανάλυση, έχοντας κάποια πρακτική αποτελεσματικότητα, η οποία έχει ταυτόχρονα οδηγήσει στη διάσπαση και την εξειδίκευση, δηλαδή στον περιορισμό, χωρίς κανένα ενδιαφέρον απευθείας για τον άνθρωπο που ασχολείται μ' αυτήν.

Όμως ο σκοπός της αναζήτησης αυτής είμαστε εμείς οι ίδιοι• εμείς οι ίδιοι τη χρειαζόμαστε κατά πρώτον και κύριον. Είναι ένα θέμα που μας αφορά, ένα θέμα της εσωτερικής μας ύπαρξης που αφορά τη θέση μας, τις αντιφάσεις μας, την εξέλιξη μας, και, τελικά, ολόκληρη τη ζωή μας. Επιπλέον δεν μπορούμε να δούμε τίποτα παρά μόνον με τα ίδια τα δικά μας τα μάτια.

Έτσι λοιπόν, εάν η μελέτη αρχίσει με τον εαυτό μας, το θέμα αλλάζει. Εμείς είμαστε πάντα εδώ, προσιτοί στους εαυτούς μας, στη θέση που καταλαμβάνουμε. Ίσως να πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τους εαυτούς μας και τη θέση μας. Ολόκληρη η παιδεία μας οδηγεί να το πιστεύουμε. Εντούτοις παράλληλα υπάρχουν οι αμφιβολίες μας, οι εσωτερικές μας συγκρούσεις, η άγνοια μας: αυτά δεν θα υπήρχαν εάν γνωρίζαμε τους εαυτούς μας τόσο καλά όσο νομίζουμε και δεν θα υπήρχε θέμα σχετικά με το ποιοι είμαστε.

Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Και επιπλέον, η λανθασμένη πεποίθηση ότι γνωρίζουμε τους εαυτούς μας είναι το κατεξοχήν εμπόδιο που μας εμποδίζει να αρχίσουμε την εργασία την οποία στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εάν έχουμε καταλάβει κάπως την κατάσταση αυτή, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για τον εαυτό μας και συνειδητοποιούμε πως χρειάζεται να μάθουμε να στρέφουμε τον εαυτό μας προς τον εαυτό μας και προς την εσωτερική μας ζωή. Χρειάζεται να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι, αντί για την εικόνα που έχουμε γι' αυτόν.

Για να δούμε τον εαυτό μας καλύτερα, πρέπει πρώτα να τον παρατηρήσουμε αμερόληπτα -με τέλεια ειλικρίνεια, χωρίς να αλλάξουμε τίποτα-απλώς διότι χρειαζόμαστε να δούμε τον εαυτό μας όπως είναι. Αυτός είναι ο λόγος που όλη η εργασία στην κατεύθυνση αυτή αρχίζει με την παρατήρηση του εαυτού - παρατήρηση που είναι καθολική, γενική και αμερόληπτη.

Μόλις προσπαθήσουμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας με τον τρόπο αυτό και ταυτόχρονα να προσέχουμε τον εαυτό μας και μία συγκεκριμένη άποψη του εαυτού μας, αντιλαμβανόμαστε πως μία τέτοια παρατήρηση είναι παροδική και πως, εάν εξαιρέσουμε ασυνήθιστες περιστάσεις, διαρκεί το πολύ μερικές στιγμές.

Πολύ σύντομα αυτή η ανικανότητα να επιτύχουμε μεγαλύτερη διάρκεια κατά τις στιγμές της παρατήρησης φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό απ' όλα τα εμπόδια για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, και αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί να είναι τα πράγματα συνήθως έτσι, μήπως είναι διαφορετικά κάτω από ειδικές συνθήκες, και, εάν αυτό ισχύει, ποιες είναι οι συνθήκες αυτές; Σύντομα εμφανίζεται ένα νέο είδος δυσκολίας για εκείνον ο οποίος αναλαμβάνει να προχωρήσει σε αυτό το μονοπάτι. Η παρατήρηση του εαυτού γίνεται βαρετή: μετά από αυτό που μπορεί να είναι κάποιος ενθουσιασμός, το αρχικό ενδιαφέρον εξαφανίζεται και ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να την αποφύγει. Λησμονούμε ότι αναλάβαμε την εργασία από το κάλεσμα των βαθύτερων επιδιώξεων μας και ότι το ξεστράτισμα αυτό είναι μια αναπόφευκτη φάση πάνω στο δρόμο μας. Όλα αυτά τα γνωρίζουμε με το κεφάλι μας, αλλά αφήνουμε το ενδιαφέρον μας να παρασυρθεί από τις έλξεις της ζωής που συνεχώς αλλάζουν και ανανεώνονται. Γιατί να αναλάβω μια τέτοια αναζήτηση εάν δεν αισθάνομαι ότι για τον εαυτό μου είμαι ένα ερωτηματικό το οποίο δεν με αφήνει να ησυχάσω, εάν το ερωτηματικό αυτό δεν ξυπνά πια ένα πραγματικό ενδιαφέρον μέσα μου, εάν δεν έχω ένα αίσθημα ότι προδίδω τον εαυτό μου -η ακριβέστερα ότι θυσιάζω την ανώτατη δυνατότητα της ανάπτυξης μου- όταν επι-τρέπω στον εαυτό μου να παρασυρθεί από το ρεύμα της εξωτερικής ζωής; Καμία προσπάθεια εσωτερικής εργασίας, καμία προσπάθεια παρατήρησης του εαυτού δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν κάθε προσπάθεια συνδέεται με την αρχική μου αναζήτηση και με την επιθυμία να είμαι ο εαυτός μου πιο ολοκληρωμένα.

Αλλά, ακόμα και εάν είναι δυνατόν να αφυπνιστεί αυτό το ενδιαφέρον για τον εαυτό μας, παραμένει γεγονός το ότι η προσπάθεια να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας δεν διαρκεί περισσότερο από μερικές στιγμές.

Βλέπουμε ταυτόχρονα ότι το πραγματικό μας ενδιαφέρον για τις προσπάθειες μας εξαντλείται και η προσοχή που είναι αναγκαία για να δούμε εξανεμίζεται. Αυτό που παρατηρούμε εξαφανίζεται πολύ γρήγορα και, έτσι όπως είμαστε, πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε πως συνεχώς λησμονούμε τον εαυτό μας και πως τον λησμονούμε όλη την ώρα. Το να λησμονούμε, και ιδιαίτερα το να λησμονούμε τον εαυτό μας, προβάλλει αμέσως ως ένα από τα κύρια εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει ο άνθρωπος ο οποίος αναζητά με σκοπό να είναι ο εαυτός του. Κάτω από τέτοιες συνθήκες καμία παρατήρηση του εαυτού δεν μπορεί να είναι πραγματικά χρήσιμη. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να μελετήσουμε το γιατί οι παρατηρήσεις μας είναι τόσο παροδικές και το πώς μπορούν να έχουν αρκετή διάρκεια ώστε να μπορέσουμε να έχουμε αποτελέσματα με κάποια αξία. Γίνεται προφανές πως χρειάζεται πολλή προκαταρκτική εργασία.

Η σωστή παρατήρηση, που οδηγεί σε αποτελέσματα που έχουν αξία, απαιτεί και μάλιστα εξαρτάται από τη συμμετοχή τριών παραγόντων, τριών δυνάμεων θα έλεγε κανείς• η δε ποιότητα του αποτελέσματος, δηλαδή η ποιότητα της παρατήρησης, εξαρτάται από την ποιότητα των τριών αυτών παραγόντων. Αυτοί είναι: εγώ ο οποίος παρατηρώ, εμπρός σ' αυτό το οποίο παρατηρώ μέσα μου• και τίποτε δεν συμβαίνει εάν δεν υπάρχει ανάμεσα τους ένας τρίτος παράγοντας, μια προσοχή που συνδέει τους άλλους δύο.

Η προσοχή που απαιτείται εδώ είναι αναμφισβήτητα αυτό που μας λείπει περισσότερο• είναι ένα ιδιαίτερο είδος προσοχής το οποίο συνήθως δεν έχουμε και το οποίο μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε ότι είναι δυνατό. Η προσοχή την οποία έχουμε συνήθως είναι μια μονόπλευρη προσοχή, η οποία κατευθύνεται προς αυτό το οποίο παρατηρούμε και δεν υπολογίζει τίποτε άλλο. Με το είδος αυτό της προσοχής και τη διάθεση που τη συνοδεύει, η παρατήρηση που μπορεί κανείς να εφαρμόσει στον εαυτό του μπορεί να τον βοηθήσει να φτάσει μόνον σε μία στοιχειώδη ανάλυση (όπως στην Πανεπιστημιακή Ψυχολογία), αλλά όχι να κάνει εκείνες τις παρατηρήσεις ενός ορισμένου μέρους ή μιας άποψης, ταυτόχρονα με το σύνολο του εαυτού του οποίου αναζητούμε. Η προσοχή η οποία χρειαζόμαστε είναι μια προσοχή από ένα άλλο επίπεδο το οποίο λαμβάνει υπόψη το σύνολο του τι είμαστε, ενόσω παρατηρούμε. Είναι μια αμφίπλευρη προσοχή, μια παρατήρηση χωρισμένη στα δύο και έχει ως αποτέλεσμα μία διάθεση που είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνήθως. Αυτό το είδος της προσοχής δεν το έχουμε από φυσικού μας παρά μόνον τυχαία σε ορισμένες στιγμές έκπληξης ή θυμού όταν αποτελεί μέρος μιας έκλαμψης συνειδητό-τητας. Αλλά είναι δυνατόν να την αποκτήσουμε "τεχνητά", με μια ειδική προσπάθεια, και μπορεί να αναπτυχθεί μέσα μας με κατάλληλες ασκήσεις. Αυτό είναι ένα από τα αποτελέσματα της προσπάθειας να παρατηρήσει κανείς τον εαυτό του. Στην αρχή η προσοχή μένει μονόπλευρη, στρέφεται πότε προς τη μία κατεύθυνση, μετά την άλλη, μερικές φορές κατευθύνεται προς τον εαυτό μου, άλλοτε στρέφεται προς αυτό το οποίο παρατηρώ στον εαυτό μου, αλλάζοντας με μεγάλη ή με μικρότερη ταχύτητα. Και αυτό συμβαίνει το ίδιο εύκολα προς τη μία κατεύθυνση ή την άλλη• στην αρχή δεν υπάρχει σταθερή βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η προσοχή μας. Σύντομα μας φαίνεται πως η πραγματική παρατήρηση του εαυτού, εάν την επιχειρήσουμε, εξαρτάται τόσο από τη βάση αυτήν όσο και από την προσοχή την ίδια. Και πολύ σύντομα καταλαβαίνουμε ότι οι τρεις παράγοντες, οι τρεις δυνάμεις οι οποίες πρέπει να είναι παρούσες, είναι στενά αλληλεξαρτημένες.

Έτσι για να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι μία πραγματική παρατήρηση, φτάνουμε να μελετήσουμε τους δύο άλλους παράγοντες, αυτούς που βρίσκονται στην προσπάθεια αυτήν αντιμέτωποι: εγώ που παρατηρώ και αυτό που παρατηρώ στον εαυτό μου.

Η πραγματική παρατήρηση του εαυτού, όπως την καταλαβαίνουμε, είναι δυνατή μόνον όταν αυτός που παρατηρεί -"εγώ"- είναι παρών ενόσω συμβαίνει η παρατήρηση• όσο περισσότερο είναι παρών, δηλαδή όσο περισσότερα στοιχεία είναι σε θέση να συμπεριλάβει μέσα στο πεδίο της προσοχής το οποίο κατευθύνει προς τον εαυτό του, τόσο μεγαλύτερη αξία θα έχει και τόσο περισσότερο ολοκληρωμένη θα είναι η ένταξη αυτού που παρατηρείται. Αυτό προϋποθέτει ότι αυτός που παρατηρεί αναγνωρίζει ήδη αυτά τα στοιχεία και είναι σε θέση να τα συγκρατήσει εκεί με κάποια σταθερότητα, πράγμα το οποίο μπορεί να ονομαστεί "να διατηρεί κανείς τον εαυτό του στην κατάσταση, του να είναι παρών στον εαυτό του". Η κατάσταση αυτή δεν μας είναι φυσική, αλλά είναι δυνατόν να αναπτυχθεί κι αυτή με εργασία μελέτης του εαυτού, και κάθε φορά που εμφανίζεται μέσα μας, την αναγνωρίζουμε με μία ειδική εσωτερική συνειδητότητα, μια ειδική εσωτερική αίσθηση του εαυτού την οποία άπαξ και βιώσουμε δεν την ξεχνάμε.

Στην αρχή τίποτα από όλα αυτά δεν είναι για μας εφικτό. Οι στιγμές αυτές της παρουσίας, έστω και εάν εμφανιστούν μέσα μας κάτω από ορισμένες επιρροές, είναι σύντομες και σποραδικές, συχνά απέχουν μέρες η μία από την άλλη όταν ζούμε, όπως συνήθως, σε κατάσταση διεσπαρμένη χωρίς τη γνώση του τι είμαστε στο σύνολο μας. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι λησμονούμε τον εαυτό μας σχεδόν αδιάκοπα. Τα πράγματα μέσα μας συμβαίνουν -η ομιλία, το γέλιο, το αίσθημα, οι ρόλοι που παίζουμε- αλλά συμβαίνουν αυτόματα και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε εκεί. Το ένα μέρος γελά, το άλλο μιλάει, το άλλο δρα. Δεν αισθανόμαστε: μιλώ, δρω, γελώ, παρατηρώ. Κάτι που συμβαίνει με τον τρόπο αυτόν δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύνολο. Ζούμε μέσα στη λησμονιά του εαυτού μας, και τα πάντα συμβαίνουν χωρίς να αφήνουν ίχνος. Η ζωή ζει μόνη της, αλλά δεν υπάρχει "καρπός" γι' αυτόν που τη ζει. Η παρατήρηση του εαυτού είναι άχρηστη εάν τη θέση μου μπορεί να την πάρει ο κάθε παρατηρητής και εάν το υποκείμενο "Εγώ", δεν είναι εκεί να καταλάβει ενόσω συνεχίζει η παρατήρηση. Η ολοκληρωμένη και πιστή παρατήρηση του εαυτού θα απαιτούσε τη γενική παρουσία ενός πραγματικού και σταθερού Εγώ. Τέτοια παρουσία δεν είναι δυνατή για έναν άνθρωπο χωρίς μεγάλη εργασία πάνω στη γνώση του εαυτού• αλλά με μια προσπάθεια "να θυμηθεί κανείς τον εαυτό του" ακόμη και τώρα, ανά πάσα στιγμή είναι δυνατός ένας σχετικός βαθμός παρουσίας, ένας κάποιος συντονισμός όλων όσων μπορεί να συλλέξει κανείς μέσα του. Μόνον εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε την προσπάθεια αυτή μπορεί ταυτόχρονα να αρχίσει η πραγματική παρατήρηση του εαυτού. Επιπλέον, προσπαθώντας, ανακαλύπτουμε ότι χωρίς αυτήν, συνεχώς αλλάζουμε και ότι όλα όσα έχουμε συλλέξει διαλύονται με την παραμικρή, τυχαία αφηρημάδα. Στην πράξη τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για μας από το να είμαστε παρόντες, έχοντας αρκετή σταθερότητα για μια παρατήρηση.

Ο τελευταίος παράγοντας που υπεισέρχεται στην παρατήρηση του εαυτού είναι εκείνο το οποίο παρατηρώ μέσα μου. Αυτό είναι το αντικείμενο και το θεμέλιο της παρατήρησης μας, η οποία θα ήταν αδύνατη εάν το θεμέλιο αυτό εξαφανιζόταν συνεχώς από μπροστά μου. Εάν αναζητήσουμε μέσα μας αυτό το είδος του σταθερού θεμελίου πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνο το οποίο είναι πιο εύκολο να δούμε, το εξωτερικό μας, οι τρόποι δηλαδή που ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις της ζωής, καταρχήν εξαρτάται από τις ιδέες, τις ίδιες τις απαιτήσεις, και μόνον έμμεσα εξαρτάται από εμάς, ακόμα και όταν ο τρόπος αυτός μπορεί να επαναληφθεί. Συνεχώς αλλάζει και, στην πραγματικότητα, μας διαφεύγει τελείως. Αντίθετα, οι λειτουργικές δομές που μας επιτρέπουν να ανταποκριθούμε είναι πάντα παρούσες, αναλλοίωτες σε όλες τις περιστάσεις, αποτέλεσμα του τι είμαστε και αυτού που τις έχει κάνει η ζωή. Αλλά τις δομές αυτές (τις λειτουργίες μας, τις προσωπικότητες μας), έτσι που είναι δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Ο τρόπος που συμβαίνουν μέσα μας τα όσα συμβαίνουν, η αλληλεπίδραση των λειτουργιών και ο τρόπος που συνδέονται έτσι που να προκύπτουν οι προσωπικότητες μας και οι αντιδράσεις μας, όλα αυτά γίνονται στο σκοτάδι χωρίς να το γνωρίζουμε. Και αυτό που είμαστε συνήθως δεν μπορούμε να το δούμε με τις παρατηρήσεις μας, εκτός κι αν κάνουμε κάτι "ειδικό" για να το καταστήσουμε ορατό.

Οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να φτάσουμε στο είδος της παρατήρησης η οποία χρειάζεται για την αναζήτηση μας παρά μόνον εάν εμφανιστούν ταυτόχρονα οι τρεις ενεργητικοί παράγοντες που επιτρέπουν να γίνει η παρατήρηση - ένα "εγώ" το οποίο παρατηρεί, το πεδίο το οποίο παρατηρείται σε μια ολοκληρωμένη στιγμή της ζωής, και η προσοχή με δύο κατευθύνσεις η οποία τα συνοδεύει.

Οι ευκολότερες από τις ειδικές συνθήκες στις οποίες μπορεί να βασιστεί και οι οποίες κάνουν αυτού του είδους την εργασία δυνατή είναι οι διάφορες μορφές του αγώνα ενάντια στις αυτόματες εκδηλώσεις του εαυτού μου: οι προσωπικότητες αυτές είναι πάντα παρούσες. Με τον αγώνα αυτόν αρχίζουν όλοι οι δρόμοι για την ανάπτυξη του ανθρώπου, όποιοι κι αν είναι, είτε η μορφή που έχουν είναι αναγνωρίσιμη είτε δεν είναι. Αυτό είναι μια αναγκαιότητα η οποία συμφωνεί με τους γενικούς νόμους της εξέλιξης της ζωής.

Η παρατήρηση που έχει στόχο τη γνώση του εαυτού δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση στο νόμο αυτό. Στο απλούστερο επίπεδο αρχίζει με έναν αγώνα ενάντια στις κοινές συνήθειες οι οποίες μας κάνουν να εμφανιζόμαστε όπως φαινόμαστε πως είμαστε. Ο αγώνας αυτός, λόγω του ότι είναι άχρηστος για το άμεσο παρόν εξαιτίας της αδυναμίας του να αλλάξει όσα βρίσκονται εκεί -καθώς και το λάθος που κάνουμε, νομίζοντας ότι θα τα αλλάξει- και λόγω της εμμονής και της ενέργειας την οποία απαιτεί, είναι βαρετός, δύσκολος και εκνευριστικός. Κανείς δεν θα μπορούσε να νοηθεί να τον αναλάβει, παρά μόνον εάν έχει καταλάβει προς τα πού οδηγεί και θυμάται συνεχώς γιατί τον έχει αναλάβει. Όμως εάν το έχει καταλάβει, ή έστω, αν έχει κατ' αρχήν καταλάβει ότι είναι αναγκαίο γι αυτόν να υπακούσει σε τούτη την πειθαρχία, τότε ο αγώνας εναντίον των συνηθειών γίνεται αμέσως ένα προφανές μέσο να δει τον εαυτό του όπως είναι, και, χωρίς να έχει την επίγνωση, το πρώτο εργαλείο για να πετύχει την εσωτερική του μεταμόρφωση. Αφυπνίζει αυτή τη διπλή προσοχή που χρειάζεται και τον εξαναγκάζει να αντιμετωπίσει εκείνες τις συνθήκες οι οποίες τον κρατούν κοιμισμένο, αυτοματοποιημένο και απορροφημένο σε συνεχή λήθη του εαυτού του.

Οι συνήθειες μας και τα ασυνείδητα εξαρτημένα ανακλαστικά μας, αυτά που είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, είναι αναρίθμητα. Είναι τόσο σφικτά περιπλεγμένα που το ένα δεν ξεχωρίζει από το άλλο, κι έτσι μπορούμε να πούμε πως ο συνηθισμένος άνθρωπος είναι σαν κακοφτιαγμένο ύφασμα (εκτός ίσως όσον αφορά το ενστικτώδες μέρος του), μια τυχαία συρραφή συνηθειών και εξαρτημένων αντιδράσεων, μικρών και μεγάλων.

Στην αρχή, για να είναι δυνατόν να αγωνιστούμε ενάντια στις συνήθειες με τρόπο που να είναι καρποφόρος για την παρατήρηση του εαυτού, πρέπει να ασχοληθούμε με απλές συνήθειες που συνδέονται απευθείας με λειτουργίες τις οποίες έχουμε ήδη αναγνωρίσει ξεκάθαρα.

Η μελέτη του κινητικού κέντρου είναι χωρίς αμφιβολία η πιο εύκολη. Παρ' όλο που ο άνθρωπος, κάθε φορά, δεν μπορεί με το συνηθισμένο τρόπο να κάνει άμεσες παρατηρήσεις που να διαρκούν περισσότερο από μερικές στιγμές, η παρατήρηση, μπορεί να είναι αποτελεσματική με το να εναντιωθούμε στη μια μετά την άλλη σε όλες τις κινητικές συνήθειες που σχηματίζουν την υποδομή όλης της δραστηριότητας μας - ο τρόπος που βαδίζουμε, γράφουμε, οι χειρονομίες μας στο τραπέζι ή στη δουλειά μας, οι στάσεις του σώματος μας και τα λοιπά. Η κάθε συνήθεια αποτελείται από μικρότερες, οι οποίες εάν αλλοιωθούν σκόπιμα μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόβαθρο για την παρατήρηση του εαυτού. Το μήκος του βήματος μας, ο τρόπος που περπατούμε, ο τρόπος που κρατάμε το μολύβι, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το ένα χέρι αντί για το άλλο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ατέλειωτα παραδείγματα. Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος ο οποίος παρατηρεί τον εαυτό του σύντομα αντιλαμβάνεται ότι χωρίς να το γνωρίζει είναι περιορισμένος σε έναν σχετικά μικρό αριθμό κινητικών συνηθειών και τούτο είναι πολύ σημαντικό, αφ' εαυτού. Η μελέτη της νοητικής λειτουργίας είναι κάπως πιο δύσκολη. Ο άνθρωπος που προσπαθεί να δει αυτή τη λειτουργία διαπιστώνει ότι στην αρχή έχει πράγματι κάποια δύναμη να κατευθύνει τις σκέψεις του• μερικές φορές μπορεί να τη συγκρατήσει για λίγο στην κατεύθυνση που έχει επιλέξει. Αργά ή γρήγορα όμως, και συνήθως πολύ γρήγορα, του ξεφεύγουν και αποσπάται. Εκτός αυτού, στη συνηθισμένη του ζωή σπάνια χρησιμοποιεί τη δύναμη που έχει να κατευθύνει τις σκέψεις του• το μυαλό του δεν σταματά ποτέ να είναι γεμάτο από σκέψεις που δημιουργούνται αυτόματα, αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων, για τους οποίους ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι αυτόματες αντιδράσεις της νόησης στις διάφορες συνθήκες και ακολουθούν η μία την άλλη σε μία αλυσίδα συνειρμών. Και με τον ίδιο τρόπο που έχουμε φυσικές συνήθειες, έχουμε και συνήθειες του νου, συνηθισμένους τρόπους που σκεφτόμαστε, οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουμε, είναι και αυτοί λίγοι στον αριθμό.

Μια από τις πρώτες κατευθύνσεις της μελέτης της νοητικής λειτουργίας είναι ο αγώνας με αυτούς τους συνηθισμένους τρόπους σκέψης. Ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί ότι ο κάθε ειδικός τρόπος με τον οποίο σκέφτεται δεν είναι ο μοναδικός. Μπορεί να τους αμφισβητήσει και μπορεί να ψάξει για νέους τρόπους σκέψης, να εμβαθύνει σ' αυτούς, να τους καταλάβει και να καταλάβει την άποψη ότι δεν είναι δικοί του τρόποι. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση θα ανακαλύψει πολύτιμα πράγματα σχετικά με τον εαυτό του και τον τρόπο που σκέφτεται.

Άλλη κατεύθυνση στη μελέτη της λειτουργίας της νόησης είναι η παρατήρηση του εαυτού μας όταν η προσοχή μας αποσπάται. Η απόσπαση αυτή είναι μια σαφής ένδειξη της ανεπάρκειας του νοητικού μας κέντρου. Αρχίζουμε να διαβάζουμε, να μιλάμε, να ακούμε, και ξαφνικά αφαιρούμαστε. Εάν δεν επιθυμούμε να είμαστε διαρκώς αφηρημένοι σε σχέση με τους στόχους τους οποίους έχουμε αποφασίσει να επιδιώξουμε, πρέπει να γνωρίζουμε τι συμβαίνει μέσα μας και πώς αποσπάται η προσοχή μας. Η προσεκτική παρατήρηση -κι αυτή είναι δύσκολη διότι η διαδικασία είναι εξαιρετικά λεπτή- μας αποκαλύπτει δύο κύριες αιτίες: τη φαντασία και το όνειρο. Είναι και τα δύο παραδείγματα λανθασμένης λειτουργίας του νοητικού κέντρου και της τεμπελιάς του, εξαιτίας της οποίας προσπαθεί να αποφύγει κάθε προσπάθεια που θα απαιτούσε η εργασία για να είναι αποτελεσματική, η εργασία που έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση προς ένα καθορισμένο στόχο. Η φαντασία υπάρχει σε καθένα από τα κέντρα μας με μορφή μοναδική για το καθένα. Ακολουθεί από κοντά τη στιγμή που η πραγματική εργασία έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση• μετά από αυτήν η προσπάθεια εξασθενεί, η προσοχή ξεφεύγει, ο σκοπός χάνεται από μπροστά μας και η λειτουργία συνεχίζει μέσα στο ίδιο κέντρο χωρίς καμία απολύτως σύνδεση με την εργασία την οποία έχουμε αναλάβει ή με τα άλλα κέντρα, εκτός από το να δέχεται άχρηστες και άσκοπες, δηλαδή φανταστικές, εντυπώσεις από τη ζωή, κατασκευασμένες αποκλειστικά για να ικανοποιήσουν τη λειτουργία και όχι για να εκφράσουν αποτελεσματικά την πραγματικότητα. Στις διεργασίες αυτής της φύσης, που στρέφουν τον άνθρωπο μακριά από τις επιταγές της ζωής και λίγο πολύ τις υποκαθιστούν, ένα κέντρο μπορεί να συμμετέχει μόνο του ή μαζί με άλλα.

Η φαντασία και η ονειροπόληση είναι το αντίθετο από τη χρήσιμη δραστηριότητα του μυαλού, δηλαδή μια δραστηριότητα συνδεδεμένη με έναν ξεκάθαρο στόχο. Για να τις παρατηρήσει και να τις γνωρίσει ο άνθρωπος πρέπει να αναλάβει να αγωνιστεί ενάντια τους περιορίζοντας τον εαυτό του σε στόχους οι οποίοι είναι ακριβείς, συγκεκριμένοι και σαφώς προσδιορισμένοι.

Άπαξ και ο άνθρωπος αναλάβει τον αγώνα αυτόν σύντομα αντιλαμβάνεται ότι το ονειροπόλημα είναι πάντοτε μια άχρηστη μορφή ονείρου, κάτι που καταλαβαίνουμε για μια διασκεδαστική στιγμή όταν μας φέρνει ευχάριστα αισθήματα, αλλά κάτι που είναι μακάβριο και αυτοκαταστροφικό όταν δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς που φέρνουν στενοχώρια, από τους οποίους ο πιο συνηθισμένος είναι το να λυπάται κανείς τον εαυτό του. Αντιλαμβάνεται κανείς επίσης ότι η αξία που αποδίδουμε στη φαντασία δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο, διότι είναι μια καταστρεπτική λειτουργία την οποία ποτέ δεν μπορεί να ελέγξει. Τον παρασύρει σε απρόβλεπτες κατευθύνσεις, άσχετες με τους συνειδητούς στόχους του. Αρχίζει να φαντάζεται κάτι επειδή του προκαλεί ευχαρίστηση, και πολύ σύντομα αρχίζει να πιστεύει αυτά που φαντάζεται, τουλάχιστον εν μέρει, και αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί. Αυτό το είδος της φαντασίας οπωσδήποτε δεν είναι εκείνη η δημιουργική λειτουργία η οποία σωστά θεωρείται πως έχει ανυπολόγιστη αξία. Στην πραγματικότητα είναι καταστρεπτική, μια εκφυλισμένη γελοιογραφία μιας υψηλότερης λειτουργίας, της λειτουργίας της πραγματικής δημιουργικής φαντασίας ή της ενσυνείδητης σύλληψης που είναι σύμφωνη με μια αντικειμενική γνώση στοιχείων και νόμων, την οποία ο κοινός άνθρωπος δεν κατέχει. Αλλά με τις φαντασιώσεις και τα ονειροπολήματα ο άνθρωπος εξαπατά τον εαυτό του ότι κατέχει την υψηλότερη αυτή λειτουργία. Εάν παρατηρεί τον εαυτό του αμερόληπτα αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ψευδαίσθηση αυτή και το ότι λέει ψέματα στον εαυτό του, και καταλαβαίνει ότι πράγματι το ονειροπόλημα και η φαντασία είναι από τα κύρια εμπόδια για να παρατηρήσει τον εαυτό του και να τον δει όπως είναι στην πραγματικότητα. Αυτό είναι το πιο επώδυνο πράγμα για τον άνθρωπο• είναι, συμβολικά, η πτώση του 'Ίκαρου.

Μια τρίτη κατεύθυνση της νοητικής μας λειτουργίας, που στην προκειμένη περίπτωση αφορά τη συνδυασμένη λειτουργία της νόησης και άλλων κέντρων, είναι η παρατήρηση της συνήθειας που έχουμε να μιλάμε χωρίς λόγο. Η γλώσσα που μιλάμε είναι νοητικό υλικό το οποίο περισυνελέγη από την κοινωνική ζωή και καταγράφηκε στο κινητικό κέντρο, ένα εργαλείο το οποίο το κέντρο αυτό βάζει στη διάθεση των άλλων κέντρων ώστε μέσα απ' αυτό να μπορούν να εκφράζονται και να επικοινωνούν. Το να μιλά κανείς και το να εκφράζεται είναι αναγκαίο - η ζωή είναι ανταλλαγή• αλλά πέρα από την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, η ομιλία γρήγορα γίνεται συνήθεια. Γίνεται συνήθεια από την παιδική ηλικία, όταν τα μωρά διδάσκονται να μιλούν μόνο και μόνο για να μιλούν και όχι για να εκφραστούν. Αργότερα μας μαθαίνουν να μιλάμε όμορφα για τα πάντα και για το τίποτα. Και δεν κατανοούμε ότι έτσι είμαστε. Ενώ έχουμε να πούμε ελάχιστα, εμείς μιλάμε πολύ. Η ομιλία μπορεί να γίνει και βίτσιο. Υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε συνεχώς - παντού και πάντα, για οτιδήποτε, ακόμα και στον ύπνο τους και ακόμα και όταν δεν είναι κανείς εκεί μιλάνε μόνοι τους.

Ο αγώνας ενάντια στη συνήθεια της ομιλίας, την οποία λίγο πολύ όλοι έχουμε, είναι επίσης και ένας εξαιρετικός τρόπος παρατήρησης του εαυτού, που τον έχουμε κάθε στιγμή στη διάθεση μας• ο κανόνας της σιωπής αποτελεί μέρος ορισμένων μοναχικών μεθόδων. Ο αγώνας με τη συνήθεια της ομιλίας, ενάντια σε όλες τις λέξεις που δεν είναι αναγκαίες, μας εξαναγκάζει να δούμε αυτό που ξεσηκώνεται μέσα μας και χρησιμοποιεί τη γλώσσα, και με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κάνουμε σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με το πώς είμαστε φτιαγμένοι. Η μελέτη της λειτουργίας του συναισθήματος, έστω και εάν φτάσουμε μέχρι αυτήν έμμεσα, από τις κοινότυπες συναισθηματικές μας συνήθειες, ίσως είναι ακόμη πιο δύσκολη από τη μελέτη του νοητικού κέντρου, διότι μόλις προσπαθήσουμε να την παρατηρήσουμε πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν μπορούμε να τη συγκρατήσουμε. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε στα συναισθήματα μας. Παρ' όλο που είναι διαρκώς παρόντα, τα βλέπουμε μόνον όταν είναι πιο έντονα από ό,τι συνήθως. Τότε τα αποκαλούμε "αισθήματα". Αλλά ένα πραγματικό αίσθημα θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν ζούμε παρά μόνο με αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις, αισθήματα τα οποία διαδέχονται ταχύτατα το ένα το άλλο κάθε στιγμή της ζωής μας και σε κάθε περίσταση είναι η αιτία να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει κάτι, κάτι να μας έλκει ή να μας απωθεί. Αυτό δεν το βλέπουμε, όπως δεν γνωρίζουμε γιατί κάτι μας έλκει ή μας απωθεί, γιατί δεχόμαστε κάτι και σε κάτι άλλο αντιδρούμε• όλα αυτά συμβαίνουν μέσα μας αυτόματα. Ο άνθρωπος που επιθυμεί να παρατηρήσει τον εαυτό του το βλέπει αυτό στιγμιαία μόνο, και τέτοιες στιγμές εν γένει εκπλήσσεται δυσάρεστα. Δεν έχει καμία διάθεση να παρατείνει την εμπειρία και εάν πιέσει τον εαυτό του να το κάνει, μπορεί να δημιουργήσει μέσα του σοβαρά επακόλουθα, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι επικίνδυνα, διότι παίρνουμε πολύ στα σοβαρά αυτές τις αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις. Η ορθή παρατήρηση των συνηθειών της συναισθηματικής μας λειτουργίας θέτει υπό αμφισβήτηση όλα αυτά τα οποία είμαι και με αναγκάζει να δω τι αντιπροσωπεύουν οι αξίες στις οποίες είμαι προσκολλημένος και εν ονόματι των οποίων ζω. Αυτό αγγίζει ακριβώς τις ίδιες τις δυνατότητες της εξέλιξης του ανθρώπου. Για να αναλάβει κανείς μία τέτοια εργασία χωρίς να αλλοιώσει ή να καταστρέψει για πάντα αυτές τις δυνατότητες, πρέπει πρώτα να έχει αφυπνισθεί μέσα του ένα "αίσθημα" μιας εντελώς διαφορετικής τάξης.

Υπάρχει όμως μια περιοχή στην οποία ο άνθρωπος ο οποίος επιθυμεί να παρατηρήσει τον εαυτό του δεν διακινδυνεύει τίποτα. Μπορεί να αρχίσει να αγωνίζεται με συναισθηματικές συνήθειες που θα του δείξουν μια ολόκληρη άποψη των συνηθειών της συναισθηματικής του λειτουργίας - ο αγώνας αυτός είναι η προσπάθεια να μην επιτρέπει στον εαυτό του να εκδηλώνει δυσάρεστα συναισθήματα. Όταν κάποιος παρατηρεί τον εαυτό του πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι σε θέση να παρατηρήσει τίποτα αμερόληπτα• αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα όσα βλέπει στον εαυτό του, αλλά ισχύει επίσης και για τα όσα βλέπει εξωτερικά. Έχει ένα "αίσθημα" προσωπικό για το κάθε τι: "αυτό μου αρέσει", "αυτό δεν μου αρέσει", "δεν με νοιάζει". Αλλά ενώ μπορεί εύκολα να αποφύγει να εκφράσει την αδιαφορία του ή τη συμφωνία του με κάτι, του είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγει να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό συνήθως γίνεται εύκολα και συχνά εκλαμβάνεται ακόμα και ως δείγμα ειλικρίνειας. Η αρνητική εντύπωση την οποία δέχεται στην περίπτωση αυτή εκφράζεται με κάποια έντονη μορφή, περιφρόνηση ή κατάθλιψη -θυμός, ζήλια, υποψία, στενοχώρια, φόβος, λυπάται τον εαυτό του και τα λοιπά. Σε όλες αυτές τις μορφές κάποια έκφραση προσωπικής άρνησης αντικαθιστά την απλή έκφραση η οποία πηγάζει από την ακριβή αντίληψη των γεγονότων όπως αυτά είναι. Οι μορφές αυτές μαρτυρούν την ανικανότητα μου να κρατήσω για τον εαυτό μου τα προσωπικά μου προβλήματα και την τάση που έχω να τα αφήνω να ξεχυθούν στο περιβάλλον μου με σκοπό να μην "αισθάνομαι μόνος μου" - να κάνω τους άλλους να τα μοιραστούν και με τον τρόπο αυτόν να προσπαθήσω να τα ξεφορτωθώ. Αυτό είναι ένα δείγμα της δικής μου αδυναμίας, η ανικανότητας μου να δεχτώ τον εαυτό μου και τα πράγματα όπως είναι, και ταυτόχρονα είναι μια τεράστια και άχρηστη απώλεια ενέργειας την οποία επιβάλλω γύρω μου με μια αλυσιδωτή αντίδραση που εξαπλώνεται και πολλαπλασιάζει την αρνητικότητα. Αυτή λοιπόν είναι μία από τις λίγες συναισθηματικές διαδικασίες που μπορεί κανείς να σταματήσει χωρίς να διακινδυνεύει να έχει βλαβερές επιπτώσεις (διότι αυτό που πρέπει να συγκρατηθεί είναι η εξωτερική έκφραση και όχι τα ίδια τα συναισθήματα), η πάλη αυτή επ' ουδενί δεν ανατρέπει την εσωτερική ισορροπία. Απλώς έχει να κάνει με την οικονομία μιας σημαντικής ποσότητας ενέργειας, η οποία θα χανόταν εντελώς εάν ξοδευόταν εξωτερικά, η οποία όμως, εάν διασωθεί με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Ταυτόχρονα επιτρέπει στον παρατηρητή να ανακαλύψει στον εαυτό του μια εντελώς νέα άποψη της συναισθηματικής διαδικασίας με την οποία σήμερα ζει.

Έτσι η πάλη με τις αυτόματες συνήθειες που έχουν παγιωθεί σε κάθε ένα από τα κέντρα μας μπορεί να είναι η βάση για τα πρώτα στάδια της παρατήρησης του εαυτού, ακριβώς όπως αργότερα ένα άλλο είδος πάλης θα είναι απαραίτητο για να χρησιμεύσει ως βάση για την εμφάνιση μιας "παρουσίας" ένα άλλο είδος πάλης -η πάλη με τον ίδιο τον εαυτό (ανάμεσα στις δύο πλευρές του ανθρώπου)- και ακόμα αργότερα θα είναι απαραίτητος για την πνευματικοποίησή του ο αγώνας μεταξύ του ναι και του όχι (δηλαδή μεταξύ των δύο φύσεων του ανθρώπου). Η ιστορία της απελευθέρωσης του ανθρώπου είναι μια συνεχής πάλη ενάντια σε μορφές μηχανικότητας που γίνονται όλο και πιο αδιόρατες, και όλα αυτά αρχίζουν στο επίπεδο των συνηθειών με τον αγώνα να φτάσει κανείς σε πραγματική παρατήρηση του εαυτού.

Όταν ένας άνθρωπος παρατηρήσει τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν θα διαπιστώσει ότι η παρατήρηση φέρνει μια αλλαγή στην εσωτερική του ζωή και στις διαδικασίες που πηγάζουν από αυτήν.

Η παρατήρηση του εαυτού όπως την εφαρμόσαμε απαιτεί να παρατηρήσω, πρέπει να γίνει κάποιος διαχωρισμός του εαυτού μου σε δύο μέρη. Αμέσως ανακύπτει ένα ερώτημα: "ποιος παρατηρεί και ποιος παρατηρείται;" Ταυτόχρονα ο διαχωρισμός αυτός δημιουργεί την αφετηρία της συνειδητότητας μιας επίγνωσης κάτω από το φως της οποίας "εγώ" αρχίζω να αναρωτιέμαι ποιος είναι πραγματικά ο εαυτός μου, τι είναι "ειλικρινές" και τι δεν είναι. Μ' αυτήν την εσωτερική επίγνωση και με το φως που προβάλλει, εμφανίζονται όπως είναι οι διαδικασίες που μέχρι τώρα γίνονταν στο σκοτάδι και για άλλη μια φορά αναρωτιέμαι γι αυτές σε σχέση με αυτό που ανακαλύπτω πως είμαι. Και η ειλικρινής αυτή εξέταση, καθώς εξακολουθεί κάτω από το φως μιας επεκτεινόμενης αυτοσυνειδητότητας, είναι η ίδια η ζύμωση που θα κάνει δυνατές όλες τις περαιτέρω αλλαγές. Η παρατήρηση του εαυτού είναι αυτή καθ' εαυτή ένα εργαλείο για την αφύπνιση σε ένα άλλο επίπεδο ζωής και, επομένως, ένα μέσο μεταμόρφωσης. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του, χωρίς να το γνωρίζει επιταχύνει μέσα του την εμφάνιση των τριών δυνάμεων οι οποίες, ανεξάρτητα και σε συνδυασμό, είναι η πρώτη ένδειξη μιας σταθερής ανάπτυξης του εαυτού, δηλαδή η ανάπτυξη μιας ατομικότητας προικισμένης με μια αυτόνομη παρουσία. Το τι θα είναι αυτές οι "αλλαγές", ίσως να μην έχει καμία σχέση με όσα πιθανόν να νομίσει κατ' αρχήν ο άνθρωπος που παρατηρεί τον εαυτό του. Στην έκταση στην οποία παρατηρεί τον εαυτό του και αυξάνει η γνώση του εαυτού του, βαθμιαία αντιλαμβάνεται το πόσο ολοκληρωτικά μηχανική είναι η συνηθισμένη ζωή και το ότι δεν την εξουσιάζει καθόλου, έτσι ώστε καμία άμεση αλλαγή δεν είναι δυνατή γι αυτόν. Οι μηχανικές διαδικασίες είναι αυτές που είναι και ούτε η παρατήρηση ούτε η ανάλυση τους δεν μπορούν να επιφέρουν τίποτα.

Σιγά σιγά καταλαβαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στις διαδικασίες αυτές δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη, και ότι η πραγματική αλλαγή, ή καλύτερα η μεταμόρφωση, μπορεί να γίνει μόνον όταν ξεπεράσει τις συνηθισμένες αυτές διαδικασίες αναπτύσσοντας ένα εσωτερικό ον το οποίο θα είναι πραγματικά ο εαυτός του.

Από τη στιγμή αυτήν εμφανίζεται ένα τελείως διαφορετικό ερώτημα και η εργασία αποκτά ένα νέο νόημα - να διευκολύνει αυτή την ανάπτυξη ενός νέου όντος μέσα του. Τότε δεν αρκεί πλέον να δει τον εαυτό του με τον τρόπο που προσπάθησε προηγουμένως. Με την πρώτη ένδειξη ότι η γνώση του εαυτού έχει βαθμιαία αντικαταστήσει το απλούστερο είδος της παρατήρησης του εαυτού, η ένδειξη της παρουσίας στον εαυτό αντικαθιστά τις παλαιότερες υπομνήσεις να θυμηθεί κανείς τον εαυτό του.

Αυτός που παρατηρεί τον εαυτό του με τον τρόπο αυτόν διαπιστώνει γρήγορα ότι με τον τρόπο που ζει στην καθημερινή του ζωή, ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του (δηλαδή της ουσίας του, του είναι του) είναι αυτός ο ίδιος (δηλαδή η προσωπικότητα του). Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μας όπως είμαστε, το κύριο εμπόδιο στο να είμαστε ο εαυτός μας. Η προσωπικότητα, διαμορφωμένη από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, παρεισφρέει διαρκώς και εμποδίζει την έκφραση του είναι μας. Οι λειτουργίες, με την υποστήριξη του σώματος, βρίσκονται στην υπηρεσία των χαρακτήρων που έχουμε αποκτήσει και όχι του εσωτερικού μας είναι, του πραγματικού μας εαυτού ο οποίος δεν μπορεί πια να μας κάνει να τον ακούσουμε.

Αλλά είναι απαραίτητο να βεβαιωθεί κανείς γι' αυτό, ως αποτέλεσμα εκτεταμένης αμερόληπτης παρατήρησης και αναρίθμητων επιβεβαιώσεων που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες. Τίποτα δεν είναι περισσότερο επίμονο από την -ψεύτικη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, και παίρνει πολύ χρόνο, πολλές αυταπάτες και πολλές ειλικρινείς παρατηρήσεις, πριν να αρχίσει ο άνθρωπος να το καταλαβαίνει αυτό και να δει τον εαυτό του όπως είναι. Όταν κανείς μπορέσει να δει πραγματικά, καταλαβαίνει ότι τα πάντα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Εάν ένας άνθρωπος επιθυμεί πράγματι να είναι ο εαυτός του αντί οι λειτουργίες του να χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από μία πανίσχυρη προσωπικότητα η οποία δεν ενδιαφέρεται για το αδύναμο είναι του, πρέπει ακριβώς να προσανατολίσει εκ νέου και να αναπτύξει το είναι του μέχρις σημείου που να μπορεί αυτό να πάρει την κύρια θέση. Αυτό πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση των λειτουργιών που θα ελευθερωθούν από την κυριαρχία του προσωπείου, και να χρησιμοποιήσει όπως πρέπει τους χαρακτήρες που μέχρι τη στιγμή αυτή είχαν οικειοποιηθεί τη θέση του.

Όταν εμφανιστεί στον άνθρωπο το όραμα αυτό του εαυτού του, αρχίζει να καταλαβαίνει την σημασία της πραγματικής εργασίας στον εαυτό του και παίρνει μια γεύση της πρώτης φάσης από την δυνατή του εξέλιξη.

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 17 Μαϊος 2015 07:57