Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Παιδιά και χρήμα

Lilian Firestone

Το κομμάτι που ακολουθεί είναι από τoυπό έκδοση βιβλίο της συγγραφέως ‘Αρχίζοντας να βλέπεις: Τα παιδιά και ο 4οςδρόμος’. Περιγράφει την εργασία με τα παιδιά σαν μέρος του προγράμματος του ιδρύματος Γκουρτζίεφ στην Νέα Υόρκη.

Τα χρήματα είναι το αίμα της κοινωνίας,  μας είπε ο κύριος Γκουρτζίεφ, και μία από τις δυνάμεις που κινητοποιούντην ζωή. Όντας ουδέτερη, ούτε καλή ούτε διαβολική, η δύναμη του χρήματος διαποτίζει τις κοινωνικές και τις προσωπικές σχέσεις, ανοιχτά και με μυριάδες τρόπους, και αυτό την καθιστά έναν ουσιαστικό τομέα στην σπουδή του εαυτού μας. Η πρόθεση είναι η έκθεση των πλέον υποσυνείδητων πιστεύω μας, της φαντασίας, των ονείρων και της ονειροπόλησης τα οποία προσδίδουν στα χρήματα την δύναμη που έχουν πάνω μας.

Η ομάδα των παιδιών, όπως ονομαζόταν, συνήθως περιλάμβανε οκτώ ενήλικες που δούλευαν με είκοσι-πέντε ή περισσότερα παιδιά σε χειροτεχνίες και άλλα προγράμματα,  σύμφωνα με τον τρόπο που υποδείκνυε ο κύριος Γκουρτζίεφ. Τα χρήματα δημιουργούσαν ευκαιρίες για μελέτη του εαυτού, τόσο για  τους ενήλικες, όσο και για τα παιδιά. Η ομάδα ήλπιζε να προσφέρει μία ταπεινή διορθωτική ματιά στην ιδέα ότι τα παιδιά θα έπρεπε να θωρακιστούν από τα χρήματα σαν κάτι που δεν μπορούν να ελέγξουν. Με την δημιουργία ειδικών συνθηκών οι οποίες διευκόλυναν τα παιδιά να μελετήσουν την σχέση τους με τα χρήματα, ελπίζαμε ότι θα ανακάλυπταν πώς θα μπορούσαν να ελέγξουν  αυτήν την ισχυρή δύναμη, πώς να νιώσουν αρκετά ελεύθερα ώστε να την χρησιμοποιήσουν χωρίς υπερβολικό φόβο ή δέος για την έμφυτη τους δύναμη.

¨Όταν το θέμα των χρημάτων εμφανιζόταν, τα παιδιά ήταν ειλικρινή. Ήταν ενθουσιασμένα με αυτό και το παραδέχονταν. Τα χρήματα ήταν κάτι το πραγματικό και,  σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζονταν οι ενήλικες, ήξεραν ότι είχαν μία πολύ δυνατή επιρροή στον καθένα. Αρκούσε να ρωτήσουν τους γονείς τους για να έχουν εμπειρία από πρώτο χέρι, για το ότι ήταν υλικό που είχε αξία. Ήταν πάντα πρόθυμα να συμμετέχουν στις δραστηριότητες μας για συλλογή οικονομικών πόρων -ήθελαν πρόσβαση σε μία από αυτές τις κύριες δυνάμεις που διαμορφώνουν την ζωή των ενηλίκων- και ήταν τέλεια πρόθυμα να δουλέψουν τόσο σκληρά όσο ήταν απαραίτητο για να τα κερδίσουν.   Φαινόταν ότι προστίθεντο ένα ακόμα επίπεδο ενδιαφέροντος σε  αυτό που διαφορετικά ήταν αρκετά ευχαριστημένα να κάνουν για την αγάπη της ίδιας της χειροτεχνίας. Το να κερδίζουν χρήματα ήταν ένας τρόπος να αποτιμήσουν τις δυνάμεις τους και αυτό ήταν ισχυρή πρόκληση για αυτά.

Διατηρήσαμε την παράδοση της συλλογής χρημάτων με την πώληση αντικειμένων χειροτεχνίας που φτιάχναμε μόνοι μας, με δωρεές που  περιστασιακά προσθέταμε πάνω σε τραπέζια  από ‘λευκό ελεφαντόδοντο’ όπως πιάτα, παιχνίδια, οικιακές συσκευές και διάφορα μικροπράγματα. Εκεί, οι μικροί μας πωλητές μπορούσαν να κάνουν παρατηρήσεις από πρώτο χέρι. Οι άνθρωποι ποίκιλαν. Κάποιοι ήθελαν παζάρια. Άλλοι απλώς επιζητούσαν την  προσοχή ή την φιλία των μικρών πωλητών, και θα αγόραζαν σχεδόν οτιδήποτε προκειμένου να διατηρήσουν την διάρκεια της επαφής τους.

Τα παιδιά ήταν πάντα ελεύθερα να αγοράζουν πράγματα, αλλά σε κάθε μία αγορά προτείναμε ένα στόχο: αγόραζε μόνο ό,τι παραμένει απούλητο στο τέλος της ημέρας. Ο όρος έγινε αποδεκτός από τα παιδιά αλλά πολύ γρήγορα αγνοήθηκε. Επιδόθηκαν σε ένα ζωηρό λαθραίο εμπόριο από ευκαιρίες από τα διάφορα τραπέζια τους, για τα παιχνίδια σε κουτιά που είχαν την τιμή του ενός δολαρίου, τα κινητικά παιχνίδια, τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια. Ανάφεραν αργότερα ότι ένα είδος πυρετού τα είχε καταβάλει, ιδιαίτερα τα πιο μικρά, και δεν μπορούσαν απλά να επιτρέψουν σε κανέναν άλλο να αγοράσει και να πάρει μακριά τα παιχνίδια που εποφθαλμιούσαν. Μπορούσαν να κοιτάξουν στα γρήγορα τί τα κρατούσε κάτω από τον έλεγχο του εκείνο το λεπτό και πως ένα αρκετά μικρό αντικείμενο έγινε ο αφέντης τους. Ανακάλυψαν την απληστία.

Από το να απορρίψουμε ό,τι θεωρείται ‘κακό’, οι μέθοδοι του κύριου Γκουρτζίεφ περιλάμβαναν την χρήση των αντιφάσεων των πολλών μας τάσεων για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας πιο βαθιά και να αναγνωρίσουμε την εσωτερική μας πραγματικότητα όπως είναι. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επαφή με την βαθιά θαμμένη συνείδηση μας και ίσως μία ενδεχόμενη ελευθερία από μερικά από τα αναρίθμητα χαρακτηριστικά της εσωτερικής μας δουλείας.

Τα τετριμμένα επαναλαμβανόμενα γεγονότα της καθημερινής ζωής ήταν τα ιδανικά μέσα για αυτή την σπουδή.

ΗMadame de Salzmannανέφερε: μία μέρα όταν ο νεαρός γιός τηςMichelήθελε χρήματα για να αγοράσει κάτι ιδιαίτερο, ο κύριος Γκουρτζίεφ έτυχε να ακούσει την παράκληση και είπε: ‘Michelμπορείς να κρατήσεις οτιδήποτε σου δίνω όσο μπορείς να τα προσθέτεις’. ΟMichelήταν πρόθυμος να δεχτεί την πρόκληση. ‘Πρότεινε το χέρι σου’ είπε ο κύριος Γκουρτζίεφ, και άρχισε σιγά σιγά να αφήνει χρήματα στην ανοιχτή παλάμη του αγοριού. Στην αρχή ήταν μικρά κέρματα, ένα φράγκο, δύο φράγκα. ΟMichelτα πρόσθετε και ευτυχισμένος αναφώνησε το άθροισμα. Μετά ο κύριος Γκουρτζίεφ αύξησε το τέμπο. Πρόσθεσε πέντε, δέκα, είκοσι φράγκα, ενώ οMichelαγωνιζόταν να συνεχίσει την πρόσθεση. Όσο διάστημα διατηρούσε την προσοχή του οMichelήξερε ότι μπορούσε να συνεχίσει την πρόσθεση. Αλλά όσο ο ρυθμός των χρημάτων που έπεφταν διαδοχικά γινόταν πιό γρήγορος, ο φόβος ότι θα έχανε άρχισε να διασπά την προσοχή του. Όλο και πιο γρήγορα τα χαρτονομίσματα έρχονταν μέχρι που τα μάτια του πρήστηκαν από την προσπάθεια. Όταν τελικά έχασε τον λογαριασμό, το παιχνίδι τελείωσε με ό,τι μπόρεσε να καταμετρήσει. Επίσης διατήρησε για μία ζωή την εντύπωση αυτού του αγώνα μέσα του της απληστίας και του φόβου και κάτι άλλου που ήταν ικανό να παρακολουθεί αυτή την μάχη.

Επιβάλλοντας συγκεκριμένες συμπεριφορές σε ένα παιδί μπορεί συχνά να παραχθούν ποθητά αποτελέσματα μέσα από επαναλαμβανόμενες συνθήκες, αλλά αυτό δημιουργεί έναν ενήλικα με αυτόματη-μηχανική ηθική, όχι ατομική συνείδηση. Όταν ο κύριος Γκουρτζίεφ πήγε στο Παρίσι με το πλοίο της γραμμής το 1933 με μερικούς από τους μαθητές του, ο οκτάχρονοςMichelπήγε στο καζίνο του πλοίου. Δοκιμάζοντας την τύχη του στην ρουλέτα με 25 σεντς, ξαφνικά βρέθηκε να διπλασιάζει και να αναδιπλασιάζει το ποσό διασκεδάζοντας έναν κύκλο από ενήλικες που τον επευφημούσαν. Την ώρα που η μητέρα του  τον βρήκε είχε συσσωρεύσει 280 δολάρια, ένα σημαντικό ποσό για εκείνες τις ημέρες. Η Μadame de Salzmannδεν ήθελε να είναι άδικη μαζί του με το να πάρει απλά τα λεφτά μακριά από αυτόν, ενώ ένιωσε ότι με το να του επιτρέψει να τα κρατήσει θα τον άφηνε με την απλοϊκή εντύπωση ότι κάτι μπορεί να αποκτηθεί χωρίς προσπάθεια και ότι δεν είναι πάντα αναγκαίο να πληρώνει κάποιος για αυτό που αποκτά. Ζήτησε την συμβουλή του κύριου Γκουρτζίεφ. Αυτός το σκέφτηκε και έστειλε να φωνάξουν τονMichel.

Oκύριος Γκουρτζίεφ με αληθινά στοιχεία εξήγησε στο αγόρι τους επισφαλείς οικονομικούς πόρους της ομάδας και σημείωσε ότι μόλις φτάσουν στην στεριά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πιεστικούς λογαριασμούς. Ο Michelρώτησε πόσα χρειάζονταν και ο κύριος Γκουρτζίεφ ανέφερε ένα ποσό. Ήταν ακριβώς το ποσό που οMichelείχε κερδίσει. Μετά από μερικά λεπτά στοχασμού, οMichelανέφερε ότι είχε  αυτό το ακριβές ποσό και θα ήταν πολύ περήφανος να το δανείσει στον κύριο Γκουρτζίεφ. Αυτή η απροσδόκητη εύνοια της τύχης τον έκανε ικανό να βοηθήσει την ομάδα με έναν ενήλικο τρόπο, να γίνει άντρας. Τον έκανε να νιώσει μεγάλος, ενώ κάθε ηθικολογία περί της διαβολικής φύσης του τζόγου θα τον έκανε να νιώσει ένοχος και μικρός. Του δόθηκε η ευκαιρία να διαλέξει.

«Οτιδήποτε πρέπει να προκύπτει από το παιδί!», υποστήριξε ηMadame de Salzmann, η πιο σημαντική αρχή η οποία σήμαινε ότι στα παιδιά θα πρέπει πάντα να δίνεται μία ευκαιρία. Φαινομενικά με ρίσκο για το άμεσο μέλλον, προτείνοντας επιλογές,κατορθώνεται κάτι σπουδαίο σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Πρακτικά ωστόσο, το να δίνεις στα παιδιά επιλογές απαιτούσε πολύ περισσότερα από τους ενήλικες. Έπρεπε να καταλάβουμε γιατί ήταν σημαντικό και μετά να θυμηθούμε να το προσφέρουμε και να ζήσουμε με τα αποτελέσματα.

Τα μακρινά καλοκαιρινά ταξίδια μας με σκηνές πρόσφεραν τέλειες συνθήκες για τα παιδιά στο να μελετήσουν τη σχέση τους με το χρήμα και για τους ενήλικες στο να ασκηθούν στη συμμόρφωση με τις συνέπειες. Κάθε λίγες μέρες, ένα παιδί υποδεικνυόταν ως ο φύλακας του θησαυρού και έδινε όλα τα χρηματικά κεφάλαια του ταξιδιού στον διαχειριστή. Ο φύλακας του θησαυρού έπρεπε να περιφρουρεί όλα τα χρήματα και να τα διανέμει για τις προμήθειες. Σαν απόδοση τιμής, οι ενήλικες έδιναν τα προσωπικά τους χρήματα στον φύλακα του θησαυρού. Έπρεπε να ζητάμε την άδεια του ή της, για να αποσύρουμε τα χρήματα μας προκειμένου να κάνουμε προσωπικές αγορές-εάν μπορούσαμε νακάνουμεμία πειστική επιχειρηματολογία για την ανάγκη αυτή-. Αυτό ισορροπούσε την ανομοιότητα μεταξύ του παιδιού και του ενηλίκου και μας υπενθύμιζε πόσο πολύ εμείς οι ενήλικες απολαμβάναμε τον έλεγχο.

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για το φύλακα του θησαυρού ήταν να κρατά ένα καθημερινό συνολικό λογαριασμό για όλα τα έξοδα που πραγματοποιούνταν. Στρογγυλεμένοι αριθμοί δεν γίνονταν δεκτοί-όλες οι αποδείξεις θα έπρεπε να ταιριάζουν απόλυτα-.Εάν ο νεαρός φύλακας του θησαυρού δυσκολευόταν, δινόταν σε αυτόν ή αυτήν ένας μεγαλύτερος βοηθός.  Εάν για τον φύλακα του θησαυρού ήταν εύκολη δουλειά, πιθανόν πάλι να του δινόταν ένας βοηθός, μιας και αυτό βοηθούσε στην πρόκληση μίας κρίσης η οποία πρόσφερε πολλές εσωτερικές εικόνες. Υπάρχουν πολλές εικόνες από τον φύλακα του θησαυρού καθισμένο πάνω σε ένα πεσμένο κορμό, περιτριγυρισμένο από αποκόμματα αποδείξεων τουsupermarket, προσθέτοντας και ξαναπροσθέτοντας κατεβατά αριθμών. Ο έλεγχος του κεφαλαίου ασκούσε τέτοια γοητεία για να παραιτηθούν με την θέληση τους, και έτσι τα παιδιά αγωνίζονταν και παρήγαγαν ένα λογαριασμόανταποκρινόμενο στη τελευταία δεκάρα, μερικές φορές μέχρι αργά τη νύχτα. ΟCarson, τότε 13 χρονών, θυμάται όταν ήταν φύλακας του θησαυρού:

Βρήκα ένα άδειο χαρτόκουτο παπουτσιών για όλα τα έξοδα του ταξιδιού. Οι φίλοι μου, προηγούμενοι φύλακες του θησαυρού, διαφώνησαν με την επιλογή μου: «Μην χρησιμοποιήσεις ένα κουτί», με παρότρυναν. «Χρησιμοποίησε ένα πορτοφόλι, βρες μία σακούλα με φερμουάρ, βρες κάτι που να μπορεί να χωράει στην τσέπη σου, δέσε ένα σάκο γύρω από την μέση σου.» Οι προτάσεις συνεχίστηκαν αλλά αρνήθηκα να πεισθώ. Μου άρεσε το κουτί των παπουτσιών. Υπήρχε εκεί αρκετός χώρος για τα χρήματα και για τις αποδείξεις, ένα μικρό σημειωματάριο, μολύβια και η δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσω σα μέρος της δουλειάς μου.

Κάναμε μία σπάνια στάση σε ένα ξενοδοχείο. Το πρωί, ανακοινώθηκε η αναχώρηση μας για κάποιο συναρπαστικό ημερήσιο ταξίδι και τα δωμάτια άδειασαν σχεδόν ακαριαία, καθώς όλοι αγωνίζονταν για τις θέσεις τους μέσα στα αυτοκίνητα. Μερικές ώρες μετά θυμήθηκα το μικρό κουτί παπουτσιών. Δεν το είχα. Θεώρησα ότι το είχα αφήσει πάνω στο κρεβάτι.

Μιάς κι’ όλα τα χρήματα του ταξιδιού ήταν στο κουτί, το αυτοκίνητο μου γύρισε βιαστικά πίσω στο ξενοδοχείο. Όταν οι υπόλοιποι του καραβανιού γύρισαν αργότερα, ήμουν σχεδόν απελπισμένος. Είχα αναποδογυρίσει το δωμάτιο μου και τώρα έβαλα και τους υπόλοιπους να με βοηθήσουν ψάχνοντας τα δωμάτια τους, με την ελπίδα ότι θα είχα βάλει απρόσεκτα το κουτί με τα χρήματα κάπου αλλού. Το προσωπικό του ξενοδοχείου ρωτούσε διακριτικά, αλλά κανείς δεν είχε βρει το κουτί. Εκείνη τη νύχτα, στην μεγάλη γενική μας συνάντηση, έπρεπε να δώσω τη μαρτυρία μου για το γεγονός ότι άφησα το κουτί με τα χρήματα και την ανεπιτυχή προσπάθεια μου να το βρω. Υπήρχε πολύ δράμα. Πώς μπορούσαν τα χρήματα να αντικατασταθούν; Μπορούσε το ταξίδι να συνεχιστεί; Πολλές γνώμες καταθέτονταν. Στο τέλος μίλησε ο Πωλ. Ήταν ο τελευταίος που άφησε το ξενοδοχείο και είχε εξετάσει όλα τα δωμάτια των παιδιών για να δει αν ήταν κλειδωμένα. Βρίσκοντας τη δική μου πόρτα ακόμα ανοιχτή, μπήκε μέσα και πήρε το εγκαταλελειμμένο κουτί παπουτσιών κάτω από την προστασία του. Το παρουσίασε τώρα, με το περιεχόμενο του ανέπαφο.

Όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι. Το ταξίδι μπορούσε να συνεχιστεί. «Αλλά τί θα γινόταν με τον φύλακα του θησαυρού;» ρώτησε ηPeggy Flinsch(μία από τους ενηλίκους). «Θα θέλατε ο φύλακας να συνεχίσει ή είναι καιρός να διαλέξουμε κάποιον άλλο; Θα πρέπει να αποφασίσετε όλοι μαζί και μετά να μας πείτε». Σηκώθηκε και άφησε το δωμάτιο, ακολουθούμενη από τους άλλους ενηλίκους και εμένα. Δεν κράτησε πολύ, αν και φάνηκε σαν μια αιωνιότητα. Μαντεύω ότι τα παιδιά ένιωσαν ότι είχα υποφέρει πολύ. Με άφησαν να κρατήσω τη δουλειά.

Αγάπησα αυτά τα ταξίδια. Και όντας φύλακας του θησαυρού, χάνοντας τα λεφτά, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κάθε λάθος ήταν πολύτιμο, υπό τον όρο ότι το αντίκριζες.

Οι ασκήσεις μας με τα χρήματα επέτρεπαν τη βαθμιαία ανάπτυξη της προσωπικής κρίσης των παιδιών, ενίσχυαν τη δυνατότητα τους να στέκονται στα δικά τους πόδια και τους μάθαινανε να έχουν το κουράγιο της δικής τους γνώμης. Εάν ενθαρρυνθεί κανείς στην παιδική του ηλικία, η παρόρμηση του να δρα με βάση τις δικές του απόψεις και να αντιμετωπίζει τις συνέπειες, μπορεί να οδηγήσει σε έναν  πραγματικά  ανεξάρτητο και πνευματικά ελεύθερο ενήλικα. Παρατηρήσαμε αυτήν την επίδραση πολλές φορές μέσα στο πέρασμα των χρόνων.

Στη Νέα Υόρκη κάποια χρονιά, αργά τον Αύγουστο πριν αρχίσει το σχολείο, οι έφηβοι προσκλήθηκαν να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο με την Πέγκυ. Ένας από αυτούς θυμάται:

Ο προορισμός μας ανακοινώθηκε εκείνο το πρωινό. Ήταν τοMontauk, ένα μοντέρνο παραθαλάσσιο θέρετρο στην ανατολική άκρη τουLong Island. Ήμασταν επτά, τέσσερα αγόρια, τρία κορίτσια, και η Πέγκυ η οποία οδήγησε για τρεις ώρες, όλοι κοιτώντας τα πυκνά κτίρια της πόλης να δίνουν την θέση τους σε παλαιότερα σπίτια, μετά βιαστικές ματιές σε ορμίσκους, εκτάσεις με άμμο, θαμνώδεις περιοχές, ακτές, και τελικά τον ίδιο τον ωκεανό. Δεν ήταν τουριστική περίοδος και το ξενοδοχείο που βρήκε ένας φίλος της Πέγκυ ήταν ουσιαστικά άδειο. Θα μέναμε εκεί.

Μετά από ταsandwichesκαι μία πρόχειρη συνάντηση, η Πέγκυ πρότεινε να δοκιμάσουμε ένα πείραμα στην αυτάρκεια. «Τι θα λέγατε αν δώσει ο καθένας τα χρήματά του στον φύλακα του θησαυρού και μετά, ο καθένας μόνος του, να βρει έναν τρόπο να προμηθεύσει τα μέσα για να φάει σήμερα το βράδυ;» ρώτησε. Αυτή η πρόταση χαιρετίστηκε με σιωπή μιας και με περίσκεψη καταλάβαμε τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό. «Και εάν δεν εμφανιστούμε με τίποτα, θα μείνουμε χωρίς φαγητό» πρόσθεσε η Πέγκυ.

Συμφωνήσαμε όλοι. Δώσαμε τα χρήματα μας στον φύλακα του θησαυρού και βγήκαμε από την πόρτα.

Θα ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τί να κάνω και το πού να πάω. Αλλά ήξερα λίγο τη περιοχή. Είχα δει βατομουριές να φύονται κατά μήκος του δρόμου και έτσι κατευθύνθηκα προς την παραλία για να μαζέψω καρπούς, μούρα με τα οποία μπορούσαν να παρασκευαστούν πολλά πράγματα-ή τουλάχιστον να βραστούν για τσάι-. Με ευχαρίστησε που το σκέφτηκα αυτό και γέμισα το μπουφάν με μούρα. Αλλά ο καρπός είναι πικρός χωρίς κάποια γλυκαντική ουσία. Άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως αυτό δεν ήταν ό,τι η Πέγκυ είχε στο μυαλό της. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό ήταν αρκετά εύκολο. Ίσως αυτό που χρειαζόταν ήταν να πάω στην πόλη και να κερδίσω κάποια χρήματα για φαγητό.

Όταν γύρισα πίσω στο ξενοδοχείο, μόνον ο φίλος μου οBiddyήταν ακόμα εκεί. Ήμουν φοβισμένος να πάω στην πόλη, η οποία ήταν μίλια μακριά και δεν υπήρχε λεωφορείο. Αλλά η εναλλακτική ήταν να καθίσω στο ξενοδοχείο και να μην κάνω τίποτε. Δεν ήθελα να αποτύχω στην αποστολή. Δεν ένιωσα ποτέ τέτοια εσωτερική πάλη. Τότε οBiddyείπε ότι θα ερχόταν μαζί μου.

Όταν φτάσαμε στην πόλη χωρίσαμε. Παρατήρησα μία ταμπέλα «ζητείται βοήθεια» σε ένα ξενοδοχείο και μπήκα μέσα. Προσλήφθηκα στο πόστο του υπηρέτη. Έφτιαξα κρεβάτια και έπλυνα τουαλέτες, δουλεύοντας αληθινά σκληρά, προσπαθώντας να το κάνω σωστά. Όταν έληξε η βάρδια, έπρεπε να καθορίσω πώς θα πληρωνόμουν αμέσως και δεν ήθελα να πω ψέματα. Έτσι είπα ότι δεν είχα ούτεcentπράγμα που ήταν αποκλειστικά αληθινό, και ζήτησα από το διευθυντή του ξενοδοχείου εάν θα μπορούσε να με πληρώσει, έτσι ώστε να μπορούσα να βρω φαγητό. Ευγενικά μου έδωσε τον μισθό μου σε μετρητά.

Μαζευτήκαμε πίσω στο ξενοδοχείο, μαζεύοντας αυτά που είχαμε κερδίσει, αγοράσαμε είδη μπακαλικής και φτιάξαμε ένα πλούσιο δείπνο. Μετά από αυτό το σαββατοκύριακο ήξερα βαθιά μέσα μου ότι μπορούσα να στηρίζομαι στον εαυτό μου για να αντιμετωπίσω κάθε πρόκληση. Ποτέ ξανά δεν ένιωσα σαν ένα αβοήθητο, εξαρτημένο παιδί.

Στα πλαίσια της εργασίας μας μαζί με τα παιδιά επιβεβαιώθηκε το κύρος των αρχών του κ. Γκουρτζίεφ: ήταν συχνά ικανά να κάνουν δύσκολες επιλογές με οξυδέρκεια πολύ μεγαλύτερη από τα χρόνια τους. Όταν έκαναν λάθη, που αναπόφευκτα έκαναν, η αρχή να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο τις συνέπειες των πράξεων τροφοδοτούσε μία σθεναρή εσωτερική ανάπτυξη, το θεμέλιο του κουράγιου, της συνείδησης και της θέλησης.

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 21 Ιουνίου 2016 22:01